πυθία.
Έτσι όπως με κοιτάει σαν μια Πυθία
που χρησμοδοτεί θα μπορούσε να μου έλεγε τι έβλεπε. Αν δεν την τρόμαζαν τόσο τα
μελλούμενα μου, νομίζω πως θα έφτανε στη άλλη άκρη της λαλίστατης. Δεν υπάρχει
σκοπός ή στόχος, σχέδιο ή μίτος, μονάχα ένα λαβύρινθος στο τέλος του οποίου
πεθαίνω από ασιτία έχοντας προηγουμένως αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσω αρκετές
φορές. Αυτά τα ιεροκρύφια βλέμματα που συλλέγουμε σε κάθε διαδρομή μας και με
το κλείσιμο στο σπίτι ανακαλούμε σαν αινίγματα που πρέπει να επιλυθούν, αυτά τα
ενεργοβόρα κοιτάγματα που μας εμπνέουν σκιάξιμο, που μας απορροφούν δυνάμεις
ζωτικότητας, κι απ’ την άλλη κάποιες άλλες ματιές που μας γεμίζουν με ευφορία τα πνευμόνια, οι
ξώφαλτσοι βλεφαρισμοί κάποιου που μας γνωρίζει απ’ το Facebook, ο ρεμβασμός του καβάλου μας από
ηλικιωμένες γυναίκες με σεξουαλικά απωθημένα τους στο κόκκινο. Όλα αυτά τα
μάτια είναι μικρές συμπαντικές μαύρες τρύπες που μας ρουφάνε στη χοάνη τους και είναι ηλιακές καταιγίδες που μας
αποσυντονίζουν γλυκά σαν μια εξαπίνης
καύλα με κάποιο γνωστό μας τεκνό που η αμηχανία δεν μπόρεσε να δώσει
σχήμα λέξεων στην ηδυπάθεια μας. Και όλα χάνονται σ’ αυτές τις μεγαλοπρεπείς
ματιές. Μπορεί η φωτογραφισμένη Πυθία να μοιάζει με τις άγιες γιαγιάδες μας
προγόνισσες, είναι στο βλέμμα της, στο βάθος του, μέχρι να φτάσει σ’ εμένα
διέσχισε αιώνες από οπτικές βιώσεις, σκηνικά τραγωδιών και πληγές ακατάσχετου
πόνου, είναι -λοιπόν- σ’ αυτό βλέμμα της που
από απλή υπέργηρη μεταμορφώνεται σε μάντισσα, νεκροσκόπος,. Γιατί εγώ
είμαι εδώ και μέρες πια νεκρός. Έφτασα πεινασμένος από φροντίδα στο τέλος της
διαδρομής.