Φυλές.
Όλα τα πρόσωπα, τα σύμβολα του
κόσμου στη διαδρομή απ’ το Μοναστηράκι προς το Σύνταγμα. Τζάνκι από βιβλίο του
Γουίλιαμ Μπάροουζ συζητάνε με τρόφιμα και βλέπουνε διαστάσεις πιο πέρα απ’ τις τρεις γνωστές μας.
Τέσσερεις, αν σ’ αυτές συμπεριλάβουμε και τον χρόνο. Είναι κάτι παράξενες
γυναίκες, αλλοπρόσαλλες. Σαν πανκ λίγο αλλά λόγω φύσης και όχι επιτήδευσης ή
κάποιας εκκεντρικότητας. Γυναίκες ελκυστικές μέσα σε κάτι που οι άλλοι θα
αναφωνούσαν ότι ήταν η ασχήμια τους. Και όμως υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν πως
η ομορφιά είναι πάντα εξωπραγματική και δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή. Συγχέεται
κάποτε με τερατόμορφες υπάρξεις, μέχρι να αναφανεί σαν απολύτως ανοίκεια
εξωτικότητητα και να βαδίσει τελικά προς την οικειοποίηση και την απόλυτη
αφομοίωση της απ’ την εγκοσμιότητα. Μέχρι να φτάσει ν’ αναγνωριστεί μες στον
κανόνα του ωραίου. Ας πούμε στο Λύκειο έμοιαζα στους άλλους
παράξενος και ακατάτακτος σε συνομοταξίες μοιρασμένων κοινών χαρακτηριστικών με
τους συμμαθητές μου και τα υποσύνολα τους. Δυο τρία χρόνια μετά ήμουν για όλους
ένας αγγελόμορφος νέος. Τώρα είμαι ένας
σαν τον ηθοποιό Μάλκοβιτς, με το διεστραμμένο βλέμμα μου ίδιο με το κτηνώδες
του ηθοποιού. Αυτοί οι άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο στον ομφαλό της γης του
Μοναστηρακίου περνάνε πάντα ακαταμάχητοι, πλούσιοι και πληβείοι,
πενθηφορούντες, ρακένδυτοι, γόηδες και γόησσες αλλά Μιλάνο και Παρίσι. Άφρυδες
Μόνα Λίζα που πια και εξαιτίας αυτού του έργου ζωγραφικής του Ντα Βίντσι μας
συνεπαίρνουν και ακόμη περισσότερο όταν το σιβυλλικό τους πρόσωπο συνοδεύεται
από θωριά ντυμένη σέξι πολυτέλειες. Και
φυσικά ανάμεσα σ’ αυτόν όλο το συρφετό που θυμίζει λαοσύναξη και πανηγύρια
στους πίνακες του Μπρέγκελ εμφανίζονται άντρες και γυναίκες, αγόρια και
κορίτσια που με τις κουκούλες τους και τα βίντατζ ρούχα τους μοιάζουν με
δομινικανούς μοναχούς, με ιέρειες που συναντά κανείς στους προραφαηλίτες
ζωγράφους και πιο πολύ στον Γκάμπριελ Ροσέτι. Είναι και η Ζατέλη η Αροδαφνούσα με
τα φούξια και μωβ πανωφόρια, τσεμπέρια και τα κλαρωτά της φουστάνια. Τα φλόγινα
μαλλιά της. Άλλη περίπτωση αυτή, σαν μια πυριγενής της
λάβας και η εκρηξιγενής της έκλυσης του μωβ απ’ τον θρυμματισμό κρυστάλλων του αμέθυστου. Μετά μια άλλη γραία
κινούμενη αεροδυναμικά λες και την σπρώχνουν άνεμοι, μαλλιά σαν από λεπτές
ρίζες δέντρου και παρουσιαστικό σαν μια νεράιδα από τα δημοτικά μας τραγούδια
και την λαϊκή μας παράδοση. Ανάερος καλπασμός όπως το πέταγμα κάποιας Τυτώ
αρπακτικής κουκουβάγιας την ώρα που εφορμά προς τον ποντικό με τα οξύληκτα
νύχια της σε σχηματισμούς δαγκάνας και
με τους σιγαστήρες στις φτερούγες της να δίνουν στην πτήση της τη σιωπή του
στοιχειωμένου.