γκόθικ 2.
Μ’ αρέσει το γοτθικό ντύσιμο. Είναι
μια τάση της εποχής. Μια μόδα ή μια διαχρονικότητα. Σίγουρα το δεύτερο αν
αναλογιστούμε πως στην αρχαιότητα της ζωής μου που είναι πια τα νιάτα μου,
ήμουν κι εγώ ένας τέτοιος τύπος όπως και το απαθανατισμένο κορίτσι. Ήλιος δεν
μ’ έβλεπε. Ήμουν λευκός σαν χιόνι - που ιδανικά περιμένει αίμα για να χυθεί
επάνω στην κρυσταλλωμένη επιφάνεια που πιάνει στο έδαφος. Τα χείλη μου ήταν
κατακόκκινα σαν ρόδο πεσμένο πάνω σε ντυμένη νύμφη νεκρή. Ο Κωστής Παπαγιώργης
είχε γράψει τότε για την τέχνη μου πως ήταν λυκοφιλίες με το σκότος. Οι
περισσότεροι σαν και την νεαρή γυναίκα των φωτογραφιών φτιάχνουμε με την άβυσσο
λυκοφιλίες. Μας αρέσει αλλά την πλησιάζουμε μ’ ασφάλεια. Δεν της δινόμαστε
ολότελα ποτέ. Την γυροφέρνουμε αλλά όχι
με τον αυτοκτονικό τρόπο της νυχτοπεταλούδας που κινείται προς τις αναμμένες
λάμπες το καλοκαίρι. Ναι, η άβυσσος δεν είναι ευκολοφόρετη συνθήκη. Την ποθούμε
και την κοιτάζουμε διστακτικά, γνωρίζοντας πως
φωτοτροπισμός μας δεν είναι η αντίστροφη έλξη της νυχτόβιας νυχτερίδας
στο απόλυτο σκοτάδι της φωλιάς της. Εμείς -οι περισσότεροι- έχουμε την
φωτοταξία του ηλιοτροπίου. Όποιος
αφομοιώνει πίσσα και με πάθος ανασκαλεύει τα πασπατευτά σκοτάδια και τις
νύχτες μοιραία χάνεται σ’ αυτά σ’ άπειρους νοητούς θανάτους. Είναι η άβυσσος
πολύ μακριά πια απ’ την ανθρωπότητα. Μονάχα ακραιφνείς σατανιστές την αντέχουν.
Κάποτε έκανα αυτό που ο Νίτσε προειδοποίησε ματαίως για την δική μου περίπτωση,
κοίταξα την άβυσσο για πολλή ώρα και εκείνη μου επέστρεψε το κοίταγμα και
αρρώστησα. Χρόνια κατάθλιψης.