ρεμβάζω.
Ήταν ακόμη ένας σαν κι αυτόν
παραπάνω. Φαινομενικά ρέμβαζε προς την κοσμοχαλασιά της πλατείας Μοναστηρακίου.
Έτρωγε σοκολάτες και έβλεπε απλανώς προς το κενό, προς τίποτα συγκεκριμένο, σαν
να επικέντρωνε τη ματιά του σε ένα απροσδιόριστο σημείο. Ήταν χοντρός και
μάλλον γούσταρε να απλώνεται με τις ώρες πάνω σε καναπέδες. Το τρομακτικό της
θωριάς του έγκειται στην έντονη δυσθεώρητη δύναμη που ερμήνευες όταν πιανόσουν απ’ το υλικό του
βλέμματός του. Για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο αυτοί οι δυνατοί άντρες παντοκράτορες
και παντεπόπτες είναι τα ιερά τοτέμ των κεντρικών δημόσιων χώρων της πόλης.