πειρατής 3.

Απ’ τους ανθρώπους που αγαπούν τα περιστέρια. Τόσοι πολλοί αλήθεια όσο να απορείς που δεν αρδεύουν με την ευαισθησία τους τα πιο κυνικά και σκληρόκαρδα πλάσματα. Σαφώς και αναφέρομαι σ’ εμάς. Παρακολουθώ το πέταγμα των περιστεριών, τα πτίλα τους στα πεζοδρόμια με προσκαλούν  να τα φυσήξω κάνοντας μια ευχή. Τα περιστέρια γνωρίζουν τον άνθρωπο. Κι εγώ γνωρίζω τα περιστέρια. Το χουρχουρητό τους μοιάζει να είναι πιο υπόκωφό από κάθε γήινο ήχο, βγαίνει από κάποιο ανεξερεύνητο βάθος της ύπαρξης τους. Κάθε απροσμέτρητο βάθος χάνεται πέρα απ’ τις επιφάνειες της γης. Όλα τα όντα είναι άπειρα και γι’ αυτό κάποιες από τις εκδηλώσεις τους είναι ακατανόητες. Στο Μοναστηράκι εκτός απ’ τον εικονιζόμενο είχα δει και μια τσιγγάνα που κρατούσε το πτώμα ενός απ’ τα πουλιά του συγκεκριμένου είδους. Το κρατούσε λες και κάποιο εύθρυπτο αντικείμενο ή σαν κάποιον νεκρό συγγενή της. Οι άνθρωποι ταΐζουν τα περιστέρια γιατί δεν τους έμεινε πια κανείς άλλος για να τους αγαπήσει.

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία