Φουγάρο.
Τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου, όσοι με το
τσιγάρο έγιναν φίλοι μ’ ένα τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη. Αυτή η γυναίκα μόνο
βαριά λαϊκά τραγούδια μου θύμιζε. Ξέρω πως έζησε μαζί όλους τους πόνους με τους
οποίους βασανίστηκαν δέκα άνθρωποι. Ρουφούσε το τσιγάρο και γι’ αυτήν ήταν η τελευταία
ηδονή που μπορούσε να ζήσει. ΄Όλο το δράμα του προτέρου βίου της έσκαγε σαν
εκρηξιγενές και τσουρούφλιζε το δέρμα της. Το πρόσωπό της σαν να είχε
συρρικνωθεί μέσα σ’ αυτό που ήταν αιμοβόρα τύρβη της. Είμαστε κάποιοι που οι χώροι και τα δρώμενα σ’
αυτούς πλακώνουν τα κεφάλια μας. Βγαίνει
ένας αταβισμός εδώ πέρα και μια πρωτόγονη αγάπη για τη φύση. Το ατσάλι και το
τσιμέντο της Αθήνας δεν υπήρξαν ποτέ
φυσικό περιβάλλον μας.