Ούρα.
Έλαμπε από καθαριότητα ο
εικονιζόμενος μέσα στην δυσωδία από κάτουρα και κόπρανα ανθρώπων στο
Μοναστηράκι. Μια άλλη στιγμή στην ίδια γειτονιά περίμενα έναν φίλο μου. Κάθισα
πάνω σε επιφάνεια φαινομενικά απείραχτη απ’ απεκκρίσεις των ανθρώπων. Και
φυσικά δεν ήταν τούτη η αλήθεια. Βρομοκοπούσε ούρα και στην θέση που επέλεξα. Θυμάμαι
στα τσοντάδικα σινεμά να φωτίζω με φακό την
πολυθρόνα που διάλεγα μην και την έχουν χύσει τίποτα Αλβανοί
πουτσαράδες. Στην Αθήνα είναι αναπόφευκτο να έρθεις σε επαφή με την γλίτσα της
πόλης. Δεν καθαρίζει ποτέ αυτή η πόλη. Όντας αρκετά υποχόνδριος στο λυκαυγές
της άφιξης μου στην πρωτεύουσα, καθάριζα τα χέρια μου συνέχεια και βούρτσιζα τα
δόντια μου πάρα πολλές φορές. Όλη αυτή η βρώμα, τα μυσαρά αποτυπώματα των ανθρώπων
είναι τα εχέγγυα πως η πόλη δονείται, από καύλα, πόνο, μέθη, κραιπάλη,
ναρκωτικά και έγκλημα.