Εθισμός.
Μια εθισμένη σε ουσίες, που
πρόσκαιρα ησυχάζουν όλους τους πόνους της, βαδίζει με πατερίτσες για εκεί
απέναντι να κάτσει. Μοιάζει αυτό το υποβοηθούμενο βάδισμα με ερπυσμό, καθότι η
ταχύτητα που προσφέρουν οι αναπηρίες και οι χωλότητες της εθισμένης είναι
βραδύτερες κι απ’ την μνημειώδη αργόσυρτη μετακίνηση της χελώνας. Πονάει παντού
και ο χώρος πάντα μοιάζει τεράστιος γι’
αυτούς που πονάνε. Η ξεκούραση πάντα φαντάζει απλησίαστη για μάς. Η εθισμένη βλέπει το πεζούλι κι αναμετριέται
με την απόσταση του απ’ αυτήν. Ζυγίζει αν μπορεί να κατορθώσει, προσδοκά και
τελικά καθίζει.