Γλόμποι.
Πέτυχα τις αγορές τις μέρες που
στολίζονταν. Και αν και ο στολισμός ήταν δουλειά, αυτή η αγγαρεία είχε αυτά τα
λαμπιόνια που έκανε τους εργάτες που τα έπαιρναν παραμάσχαλα και χασκογελούσαν
όταν τα έκαναν διαδήματά τους να μοιάζουν με δημιουργούς. Γιατί πράγματι εκείνη
στενωπός στο Μοναστηράκι οδηγούσε σ’ ένα διαμορφούμενο χωριό των Χριστουγέννων.
Κάτι χτιζόταν, πλαθόταν απ’ την αρχή του. Οι επισκέπτες του χωριού δεν ήταν όλοι χαρούμενοι. Υπήρχαν
και οι θλιμμένοι, εκείνοι φτωχοί που πέρα από επίσκεψη δεν έχουν την δυνατότητα
ν’ αγοράσουν κάτι απ’ τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Μπορεί να
ζούσα λίγο πάνω απ’ το όριο της φτώχειας αλλά τους καταλάβαινα. Τον ήξερα τον
πόνο τους από μια άλλη διαδρομή. Απ’ την διαδρομή της κατάθλιψης που αντικρούει
και εξαφανίζει κάθε πόθο για μέθεξη στις γιορτές όλου του χρόνου.