Αρτσιμπόλντο.

Αχ το παράξενο, το ταλαιπωρημένο, το κλαμένο, οι πίνακες του Αρτσιμπόλντο. Τριχοφυΐα από έναν αιώνα ζωής. Κουρασμένο πόδι να ακουμπάει σ’ ένα τσιμεντένιο ύψωμα. Τα άσχημα γλυπτά της Αθήνας. Ο πόνος για τον οποίο κανείς δεν γράφει, πάει να πει κανείς δεν ασχολείται μ’ αυτόν. Η Ελλάδα των εργολάβων, της παντελούς έλλειψης δομών για την φροντίδα του κακομοιριασμένου, και να λέει ο εξουσιαστής ότι έρχονται πανάκειες και φιλοσοφικές λίθοι και γιατρικά για όποια ασθένεια πριν ήταν ανήκεστος. Η γνώση που δεν έγινε ποτέ γνωστή, η πικρία που χύσαμε ανεπίγνωστα στις ζωές των γύρω μας.   Κανείς δεν μαρτυρά την εγγενή κακότητα των ανθρώπων. Γιατί αυτή η γυναίκα να υπάρχει έτσι, σαν μάνα που την έδιωξαν  τα παιδιά της και δεν είχε πού να πάει. Γιατί μερικοί γέροντες και γερόντισσες χάνονται έτσι σε αναπόδραστους μονόδρομους της ψύχωσης.   Συλλογίζομαι πάλι τον εαυτό μου να ρυτιδώνεται από ένα επαχθέστατο σύνολο εμπειριών. Μήπως υπάρχουν μερικοί που δεν γεννιούνται και ποτέ; 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία