βαμπίρ 1.

Κατάλευκή επιδερμίδα σ’ αυτή την κατά τα φαινόμενα γυναίκα. Καθόλου ψιμύθια. Χειροδάχτυλα οξύληκτα σαν για να τα μπήξει σε κάποιον λαιμό,  μαύρα γυαλιά στα μάτια, ένα σαν ενιαίο κατάμαυρο πέπλο έτσι που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις  τον επιμερισμό των ρούχων, και αυτό το ρόδο. Περπατούσε στο Μοναστηράκι τόσο εντυπωσιακά σαγηνευτική σαν κάποια σκοτεινή θεότητα, σαν ζων απόηχος απ’ το   παρελθόν.  Απ’ τον 19ο αιώνα. Ξεχώριζε μέσα στο  σύνολο των θνητών ανθρώπων. Μερικώς αναγνωρίσιμη για τη χιλιετηρίδα που ήταν η ηλικία της και ελάχιστα πιστοποιημένη ως σύγχρονη ομορφιά.  Το ρόδο της αίμα σε μαύρο ύφασμα και σε χιονάτο φέγγος της σαρκός της, τρεχούμενα διάφανα νερά η ύλη της και μια ανυπέρβλητη ζωντάνια μέσα στο αίμα της βαπτισμένο στα αίματα απ’ τα δήγματά της σε λαιμούς χιλιάδων αντρών και σε ισάριθμα χρόνια θηρευτικής ζωής. Η Αθήνα μου, η Αθήνα της παρακμής, των ερειπίων, των εγκαταλελειμμένων νεοκλασικών και της βρωμιάς δίνει αυτούς τους αστικούς μύθους με τη μορφή τεκμηρίων που κάνεις δεν μπορεί να καταρρίψει. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία