Ο Λ.
Ένα σκοτεινό δωμάτιο έλαμψε με το
φλας της φωτογραφικής μηχανής που το ξέσκισε διάτορα. Και τότε φάνηκε η εικόνα
που έκανε τον Λ. να αναρριγά από καύλα. Μέσα και σε αυτή την άδεια αίθουσα
εκείνος έβλεπε τον τόπο των βασανιστικών ηδονών του. Το έφτιαχνε πιο πολύ στο
μυαλό του σαν ειρκτή για εγκληματίες, τους παρατούσαν οι μπάτσοι εκεί μέσα
γυμνούς. Ο Λ. φανταζόταν τον εαυτό του σαν έναν απ’ αυτούς. Σαν έναν άλλο Ντε
Σαντ σε κάποιες ίδιες φυλακές μ’ εκείνες της Βαστίλης. Ήθελε πολύ τους μπάτσους να κάνουν
αιφνιδιαστικές εισόδους στο μπουντρούμι και να τον γαμάνε ανηλεώς. Τους ήθελε
να τον βασανίζουν ομαδόν, να του διαρρηγνύουν
το έντερο με γκλοπ και να τον κατουράνε απαξιωτικά. Στο βλέμμα τους
φανταζόταν ειρωνεία, μια υψιπέτεια για τις μεγάλες ψωλάρες τους, μια
ναρκισσιστική καύλα για όλους τους μύες τους που γράμμωναν τα θελκτικά κορμιά
τους. Τον καταλάβαινα καλά γιατί ποιος δεν έχει τους ματατζήδες φαντασίωση; Τον
τελευταίο καιρό τα βίτσια και η εξυπηρέτησή τους έχουν γίνει κανονικότητά μου.