Το κτήριο εγώ.
Η μαυρισμένη μου ψυχή αναθάρρησε
όταν είδε το κτήριο της φωτογραφίας. Είναι ωραίο να συναντιέσαι με όμοιες σου
υλικές κατασκευές. Δεν έχει σημασία πώς, από ποιόν και με τι μεθόδους έγινα
ένας ερειπιώνας άνθρωπος. Το ξέρω ότι όμορφος σαν και αυτό το εγκαταλελειμμένο
στην φυσική φθορά και την οξείδωση στα
κάγκελα, μαυρίλα νέφους σε βαθμούς συναγερμού το κτήριο αυτό ξερνάει πίσσα και εκρήγνυται σε σκότος αβύσσου. Αυτό
το κτήριο το καταρρακωμένο, το ανάπηρο για να φιλοξενήσει ευωχίες και κόσμο
λάτρη της ζωής, είναι όλοι οι ευάλωτοι απ’ τις ψυχικές τους παθήσεις κάτοικοι
της Αθήνας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαζί κι αυτό το κτήριο, κοιτάζουν μέσα τους
στην πληθώρα των δαιμόνων τους, στις από πίσσα πισσαρισμένες αίθουσες της
οντολογίας τους. Αναψηλαφούν τραύματα,
ανασκαλεύουν κι αναμοχλεύουν ξεχασμένα, αιμορραγούν πάλι και πάλι, όταν οι
θύτες τους και οι διώκτες τους νεκρανασταίνονται. Το
κτήριο και οι καταθλιπτικοί – στα σίγουρα άνθρωποι Χριστοί και κτήρια
εκκλησίες- μοιάζουν να κουβαλάνε όλη τη
μπόχα του κατασκευασμένου κόσμου και του καθεστώτος του καπιταλισμού. Αυτό το
νεοκλασικό κι εγώ, αίροντες την αμαρτίαν του κόσμου, είμαστε τα εξιλαστήρια
θύματα της αδιαφορίας σας. Χωλαίνουμε και απορροφούμε όλου τους κραδασμούς της
διαστροφής σας για να μπορείτε και εσείς, που είστε από μια άλλη πλευρά
ιδωμένοι εντελώς τραγικοί, να μπορείτε να διατρανώνετε τα θελήματά σας. Πάντοτε, όμως, εγώ, οι ευπαθείς και το κτήριο
θα στεκόμαστε όρθιοι με το κεφάλι μας κυρτό για όλους τους λόγους που οι
υπόλοιποι δεν μπορούν να καταλάβουν. Για ν’ αγαπήσουμε όλους αυτούς τους
υπόλοιπους μοιράζοντας σε κάθε λαθεμένη ζωή κι από ένα άλλοθι.