Τσοντάδικα και ο αντιπερισπασμός τους.

Ένα γαϊδουράκι έξω απ’ το  πολύβουο ξενοδοχείο Cosmopolit στην Ομόνοια, ακριβώς δίπλα στο ομώνυμο με το ξενοδοχείο τσοντάδικο σινεμά. Έκλεισε με τον Covid για πάντα. Κι εδώ η φωτογράφιση σαν αγχώδης αντιπερισπασμός της  νοσταλγικής θητείας μου στα καθίσματα του σινεμά αλλά και στα ενδότερα του. Κοίταζα και όλα τα «αίσχη» που έκανα εκεί μέσα περνούσαν σαν όνειρο δευτερολέπτων, σαν συναισθήματα, ένιωθα όλα μαζί και συνάμα διακριτά τα συναισθήματα της ζωής που κερδήθηκε στους  ηδονιστικούς διαδρόμους ανάμεσα στα καυλωμένα αγόρια που εκδίδονταν. Θα πάω άλλη μέρα πιο ήρεμος να φωτογραφίσω το κλειστό σινεμά Cosmopolit.  Όπως και έκλεισε πριν πολλά χρόνια το τσοντάδικο Star στην Αγίου Κωνσταντίνου. Θυμάμαι σε μια τηλεοπτική εκπομπή την συγγραφέα Έρση Σωτηροπούλου να μιλάει για την ιερότητα αυτών των χώρων.  Δεν έχει σημασία αν συμφωνώ ή διαφωνώ με τα περί ιερότητας. Θέλω να το καταγράψω κι αυτό σαν μια κουβέντα που ειπώθηκε. Δεν ξέρω τί να γράψω γι’ αυτά τα αγόρια. Γιατί ποτέ δεν βίωσα κάτι μαζί του, εννοώ κάτι πιο ουσιαστικό και βαθύ από μια απλή παρέα. Σίγουρα υπήρχαν επιτήδειοι ανάμεσα τους και εν μέρει επικίνδυνοι. Ήταν όμως μια ζεστασιά να σ’ αγκαλιάζουν. Ήταν μια ομορφιά να σου δείχνουν το σώμα τους και τα γεννητικά τους όργανα. Για πιο μέσα, εννοώ στις τουαλέτες πολλά έχουν ακουστεί και είναι αληθινά. Φτωχοδιάβολοι, αγαπημένα για πάντα τσόλια, τι να τους πει ο ιλουστρασιόν καπιταλισμός και η εξόφθαλμη χυδαιότητα του.  Ένιωθα πάρα πολύ κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, για άλλους λόγους εγώ, φυγαδεύτηκα στη λογοτεχνία για να χτίσω ένα κόσμο  να με εμπεριέχει και να μιλά για τους λούμπεν περιθωριακούς και παραγκωνισμένους σαν να τους ανακηρύττει σε αγίους. Οι πιο πολλές μου σελίδες είναι καταγραφές αγιοκατάταξης τέτοιων ανθρώπων σαν αυτών που οι παγωμένες τους ψυχούλες διαχείμαζαν στην πάντα ζεστή καύλα της εγγύτητας των σωμάτων.   

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία