Τα μάτια ενός κτηρίου.
Τα κτήρια έχουν μάτια, σ’ αφήνουν να
περιδινηθείς γοητευμένος στα σκοτάδια μα και στα φευγαλέα φώτα τους. Παρά το
γεγονός ότι βαστιούνται από σύρματα, κιγκλιδώματα και μικρούς φράκτες ο
ρομαντικός φωτογράφος πάντα θα βρίσκει χαραμάδα προς την άβυσσο τους. Πάντα θα
βρίσκει μάτια ανοιχτά να ψηλαφήσει μέσα τους ψυχή. Μαύρη ψυχή αυτό το κτήριο
και φυσικά μαύρα τα μάτια του. Αυτό το μαύρο είναι πιο δελεαστικό, μαγεύει
περισσότερο από ένα φωτερό προβλέψιμο δωμάτιο. Βλέπω το κτήριο, το βλέπω λες και
εκεί μέσα στην πηχτή μαυρίλα θαρρείς παχύρευστης πίσσας είναι να βρω το νόημα
της ζωής μου που δεν μπόρεσα ποτέ να το ανεύρω
στο φως της μέρας. Το μαύρο του στο περιβάλλον μου συνωθεί όλες τις
σκέψεις προς ανάλογους τροπισμούς. Και τί δεν πέρασε από το μυαλό μου την ώρα
που κοσκίνιζα το κτήριο. Η μαύρη χήρα που με γέννησε, ο Κάιν που με
σκότωσε, η θλίψη που με έπνιξε, το
μολύβι όλων των επαρχιών του κόσμου, ο σκύλος μου στα ξένα, το αδιέξοδο μου σαν
μοτίβο ζωής.