Ο πατέρας μου
Ήταν δάσος, μικροί το είχαμε
εξερευνήσει. Κάπου εκεί κοντά είχα ανεύρει, μετά από πολύωρο ψάξιμο, το θρυλικό
γαλάζιο σπίτι. Το θυμάμαι ακόμη για την μαγεία του και την υπόσχεση ακόμη
περισσότερων πραγμάτων. Πέρασαν τα χρόνια και ξεχάστηκε η ακριβής του
τοποθεσία. Αυτό που βλέπει κανείς μέσα στο πληθωρικό δάσος είναι σαν κάλεσμα
για πιο πολλά θέλγητρα. Πάνω στα κλαδιά των δέντρων θα εμφανιστεί η
κουκουβάγια, θα γαντζωθεί η νυχτερίδα για να ξεκουραστεί, θ’ ακουστεί το αηδόνι
και η ξεχωριστή του μονωδία. Χάνομαι πάντα στη θέα τέτοιων εικόνων. Και οι
πευκοβελόνες που μαζεύαμε τις πεσμένες κάτω
και φτιάχναμε κολιέ. Αυτές οι γραφές είναι ασύντακτες για ν’
ακουστεί μέσα απ’ τις ραγισματιές τους, τις χασμωδίες τους, η διάθεση μου για
επιφωνήματα. Το δάσος είναι όσα η ψυχή
μου λαχταρά. Είναι παλιό, αιώνιο, ώστε οι γεροντότεροι άνθρωποι να μπορούν να
δουν την παιδική τους ηλικία σ’ αυτό.