η ματαιότητα της ζωής.

Αργότερα είπα να μου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία χωρίς να ξεφεύγω απ’ το πλαίσιο του πεισιθάνατου βίου μου. Έγινα ξανά θαμώνας του καφέ Γρηγόρης. Έβλεπα τους ανθρώπους που κάθονταν στα τραπέζια και με τρόμαζαν. Έμοιαζαν τόσο δυνατοί και μαζί στεγανοί στις προσεγγίσεις. Ήθελα κάποιον μειλίχιο και δεκτικό στη γλύκα μου. Στις χαιρετούρες μου για μια ρωγμή εισόδου στις ομηγύρεις των άλλων, όλα έπεφταν στο κενό. Και δεν μου ήταν μπορετό το πιο πολύ. Φοβόμουν μην εισπράξω οικτιρμούς και πιεστική αποξένωση λόγω της αδυναμίας μου. Πολλοί περνούσαν από μπροστά μου δίχως καμιά υπόσχεση στο βλέμμα τους. Κανένα ενδιαφέρον για την ανοίκεια μορφή μου. Η φωνή μου στα κορίτσια που μ’ εξυπηρετούσαν έβγαινε σπηλαιώδης σαν μέσα απ’ τον τάφο μου. Γύρισα γρήγορα στην σιωπή μου, στην αδιαφορία μου για την ματαιότητα της ζωής μου.

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία