απόσυρση.

Τη μητέρα μου, φαινόταν η σιλουέτα της στο παράθυρο,  ήταν καθισμένη στην αυλή μας, την έλουζε σαν άλως το ανέσπερο φως. Ακηλίδωτη μέσα στην ομορφιά της στοργής της. Ήμουν κλινήρης εκείνη την περίοδο. Σηκωνόμουν μόνο για να κινήσω τα άκρα του σώματός μου. Έβλεπα τον σκύλο μου πάντα κάπου γύρω μου. Ποθητός συνοδοιπόρος στα μετά του θανάτου μας. Είχα την αρρώστια που έχουν όσοι νιώθουν τη δυσανεξία του αποξενωμένου ατόμου στις σύγχρονες κοινωνίες, τη μοναξιά του κατειλημμένου από  εσωτερικές συγκρούσεις.  Ήταν η ζοφερή μου φάση. Να μην μπορώ να βρω καμιά αναφορά μου κοινή μ’ αυτές  του κόσμου των ανθρώπων. Και ενώ η μητέρα μου γινόταν κάθε μέρα και πιο αγία, εγώ αρρώσταινα βαθιά. Είχα παραδοθεί και παρακολουθούσα σαν σε εξωσωματική εμπειρία, σαν σε αστρικό ταξίδι τις αντιδράσεις του σώματος μου σε ποικίλες σκέψεις του γύρω απ’ την ευρύτερη δομή του πολιτισμού. Ο θάνατος ήταν αντιληπτός σαν τετελεσμένος. Κάποιες άλλες στιγμές  λες και έβλεπα όλη τη ζωή μου να περνάει από μπροστά μου.  Φοβόμουν το έξω.  

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία