μέλισσες.

Ήμουν κλεισμένος σ’ ένα διαμέρισμα σαν ένα ακόμη κλουβί της πυκνοδομημένης πόλης. Μόνο τσιμέντα έβλεπα γύρω μου. Και οι άνθρωποι δεν ήταν γιατρικό στην εντεινόμενη κλειστοφοβία μου, αυτή απλωνόταν ακόμη και στις εναπομένουσες  νησίδες πρασίνου. Φοβόμουν τόσο πολύ να ξεμυτίσω προς τα έξω. Η επαλληλία των πολυκατοικιών έκλεινε κάθε προσπάθεια ενατένισης του ορίζοντα. Το βλέμμα καταπινόταν απ’ την βουλιμική  πληθώρα κτιστών από ανθρώπους επιφανειών. Τα αυτιά αποδιοργανωμένα ως προς  την επικέντρωση τους ν’ ακούσουν φυσικούς ήχους κελαηδημάτων, ανέμων κ.τ.λ. κώφευαν και κώφευαν και στην βαβούρα των μηχανών του ανθρώπου. Αλλά δεν τα κατάφερναν με τις μηχανές. Μέσα μου το τρυπάνι σε μια νεοαναγειρόμενη πολυκατοικία ακουγόταν σαν σπαθί  που ξέσκιζε στα δύο τον εγκέφαλό μου. Η μιλιά μου καθηλωμένη στη βουβαμάρα που την καταδίκασαν οι υπονομευτές της ελευθερίας κάθε πολύχρωμου ανθρώπου να είναι ποικιλόμορφος. Μέσα σ’ αυτή την αφόρητη κλεισούρα, κάλεσα μια μέλισσα να μου δείξει με το χορό της πού υπάρχει κάποιο λιβάδι. Ήξερα τα πάντα για τους χορούς των μελισσών και απέθεσα λίγο μέλι στο παράθυρο μου. Ο χορός των μελισσών είναι απ’ τα πιο συγκλονιστικά πράγματα στον κόσμο. Η μέλισσα που πέρασε το «κατώφλι» μου κατάλαβε την πείνα μου για φύση και ξεκίνησε τις χορευτικές της πτήσεις. Την πήρα στο κατόπι και βρέθηκα, ομολογουμένως πολύ μακριά, στο άλσος των μελισσών.

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία