νανονυχτερίδα.

Μια μικροσκοπική νανονυχτερίδα βλέπει με μεγαλύτερη αδρότητα στην όραση της απ’ την ικανότητα της δικής μου εξωτερικής να κοιτάει το περιβάλλον μου. Είναι μες στο δωμάτιο μου και κουνάει τα δάκτυλα της τεντωμένα για να πετάξει με την μεμβράνη τους. Τα χειρόπτερα της και το σώμα της μαζί  διπλάνο αεροπλάνο. Την παρατηρώ, όπως και κάθε βράδυ, χαμένος στο εντομοβριθές έλος που κείτομαι και είναι το δωμάτιο μου. Για ταβάνι και τοίχους έχω τσαμπιά από μούχλα, μούχλα  όμορφη και έντονα πράσινη. Κάποιοι με πέταξαν σ’ αυτό το έλος δωματίου για να πεθάνω και πραγματικά -όχι μόνο υπαρξιακά- μετά την πανδημία του κορωνοϊού.  Οι θύτες μου εκμεταλλεύτηκαν τον καιρό της αρρώστιας και τη γνώση που τότε έρρεε σαν υφάδια  σκοτεινής μαγείας. Έμαθαν στο διαδίκτυο για τις νυχτερίδες πως φέρουν πριν απ’ όλα πολλούς κορωνοϊούς. Και έπειτα, εκεί έφτασε η ραδιουργία τους, πως είναι φορείς του θανατηφόρου για τον άνθρωπο ιού Hendra. Έφτιαξαν μια πίστη συμπίλημα ημιμαθειών. Απ’ αυτές που δίνω κι εγώ. Τα ήξερα όλα τους, διέβλεπα  απ’ την μοχθηρή τους κατατομή, πως όσα γράφω τώρα ήταν και τα σχέδιά τους. Η νυχτερίδα μου όμως δεν είχε τίποτα. Και είδε σ’ εμένα ότι ήμουν κι εγώ νυκτόβιος. Μ’ αγάπησε και μου έκανε όλες τις χάρες. Με τάιζε με έντομα και με έπλυνε με τα βρώμικα ελώδη νερά. Μου έφερε και χαρτιά και μελάνια για να γράφω. Μετά ο άνεμος σκόρπιζε στους ανθρώπους τα ποιήματά μου. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία