δέος.
Ήταν και κάτι νύχτες στο παγκάκι που απλά ήθελα να κοιμηθώ εκεί. Μπορεί να το κάνω
και να έρθουν κάποιοι να με αναισθητοποιήσουν και να αφαιρέσουν τα ζωτικά μου
όργανα. Να τα πουλήσουν στην μαύρη αγορά ενώ εγώ θα κείτομαι νεκρός και
ανεύρετος παντοτινά. Ίσως κάποιοι μαυροντυμένοι ρακοσυλλέκτες να μ’ έβρισκαν
και και να σκορπούσαν τα κομμάτια της
αποσύνθεσης μου ως τα πλέον άχρηστα γι’ αυτούς ευρήματα.
Και τί δεν έκανα για να καταλύσω την
μοναξιά μου. Είμαι ένας μόνος, ξένος, σ’ αυτή τη γη όλα μου φαίνονται
παράλογα. Κανείς δεν θα νοιαζόταν. Όπως
κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ του αν κάποιοι από μας ζούμε ή έχουμε πεθάνει. Ίσως
να είμαι ήδη νεκρός και δεν το έχω καταλάβει.