δάκρυ.

Παγκάκι και σήμερα τ’ απόγευμα. Παίρνω τα βραδινά ταβόρ από τώρα. Θέλω να είμαι ήρεμα με τους αγγέλους μου  εκεί, την κυρία Αντριάννα…αφήνω τ’ αποσιωπητικά, ίσως κάποια ευχάριστη έκπληξη…και έρχεται ένας άνθρωπος, τον ήξερε η κυρία Αντριάννα, κουβαλούσε πάνω του όλες τις γάγγραινες και όλες τις απλυσιές του κόσμου. Κάθε σκαρδαμυγμός προς το μέρος του με λύγιζε όλο και πιο βαθιά  προς την μύχια πίστη μου πως τούτος ο κόσμος τέλειωσε. Η κυρία Αντριάννα είπε την ιστορία του στις φίλες της και ήταν η πιο τραγική ιστορία που άκουσα ποτέ. Την φορτώθηκα στην πλάτη μου και έφυγα. Σαν να είχα ήδη αυτοχειριαστεί, πήρα τον αδερφό μου τηλέφωνο και του είπα τί είδα. Και του είπα πως ο αβοήθητος, ο πραγματικά αβοήθητος δεν θα λυτρωθεί ποτέ, γιατί δεν ξέρει άλλο απ’ τον πόνο του. Λακές των πολιτικών δεν δύναται να γίνει. Ο Χριστός πήγε στο Ζακχαίο. Δεν έγινε το ανάποδο. Ας είναι αυτή η παράγραφος μια προσευχή που θα εκπληρωθεί και θα μεταρσιώσει ό,τι έχει γκρεμισμένο μέσα του αυτός ο γνώριμος στο παγκάκι της μοναξιάς.  

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία