Αγία Άννα.
: Ξεκίνησα για να πάω στην Αγία Άννα, ένα
παλιό εκκλησάκι στο κέντρο της Κω, πανέμορφο μέσα σ’ ένα αλσύλλιο ρομαντικό. Η
πόρτα εισόδου ήταν σφραγισμένη και έπρεπε να βρω δίοδο εισόδου στην περίφραξη
από κιγκλιδώματα. Τα κατάφερα και εντόπισα μια τρύπα σε όλο αυτό το ανήκουστο
φαινόμενο του να είναι άβατος ένας τόσο περικαλλής ναός. Τα δέντρα του
αλσυλλίου με κύκλωναν από παντού. Βάδιζα πολύ χαμηλά, κάτω απ’ αυτά, στις
εξωτερικές τους ρίζες και αισθανόμουν το ίδιο συναίσθημα του χασίματος μέσα στην
αξεπέραστη λιτή ελληνική ομορφιά. Φωτογράφισα αυτά τα δέντρα που υψώνονταν
μέχρι τον ήλιο σκεδάζοντας το φως του με τη μορφή πανέμορφων ηλιαχτίδων. Αυτά
τα δέντρα ήταν θεοί συναγμένοι γύρω απ’ την αγία, τεράστιοι θεοί σαν γλυκό
κάλεσμα να τους προσκυνήσεις. Μια μικρή καμπάνα που χτυπάει μόνο μια φορά τον
χρόνο , τότε που γίνεται λειτουργία για την αγία. Την ημέρα της γιορτής της.
Και πάνε οι θεούσες, πάει να πει φασίστριες, και σταυροκοπιούνται και χαλάνε
την καλοσύνη αυτού του κόσμου. Εννοείται πως φωτογράφισα την εκκλησία, την
ψηφιδωτή εικόνα της αγίας Άννας και μια παλιού τύπου καρέκλα, σαν ξεχασμένη
εκεί από τότε που ο ναός ήταν ανοιχτός και κόσμος καθόταν στα πεζούλια του.
Φωτογράφισα και τη μικρή σιωπηλή καμπάνα. Έψαξα να φωτογραφίσω κι άλλα μα δεν βρήκα.
Θυμήθηκα πως Άννα λένε και τη μητέρα μου και ξύπνησα τους δαίμονες μου. Μέχρι
που ένα δέντρο στο δρόμο της επιστροφής, ένα δέντρο μονάχο σαν κεραυνοβολημένο
και ελαφρώς καμένο με καθάρισε απ’ τις νεφέλες μου. Έκτοτε το βλέπω ξανά και
ξανά σαν μοναδικό φαινόμενο μέσα σε μια καταπράσινη περιοχή. Μου θυμίζει την
ερημιά μου μέσα στην ομορφιά του πλήθους των ανθρώπων.