άγγελος.

άγγελος.Ακολουθώντας την ανάστροφη πορεία απ’ την Casa Romana (ρωμαϊκή έπαυλη), μπαίνω σ’ αυτές τις ετεροτοπίες των κοιμητηρίων της Κω που τις κατοικούν κοράκια και γατιά, δέντρα, φλόγες και πολύχρωμα άφθαρτα στεφάνια, πτώματα, κόκκαλα, πνεύματα, ψυχές.  Οι άνθρωποι είναι επισκέπτες, ο καθείς για λίγα λεπτά και μόνο, να περιποιηθεί τα κτερίσματα… να ψυχώσει για λίγο τον νεκρό του,  υποτονθορύζει αυτοσχέδιες ελεγείες…εγώ κάθομαι ώρες. Είναι ένα δεύτερο ενδιαίτημά μου. Είμαι κάποιος που  εμφιλοχωρεί στα νεκροταφεία. Στο καθολικό νεκροταφείο ένας γλυπτός Χριστός τόσο μοναδικά παλιωμένος από τις βροχές και τις άλλες  μανίες της φύσης. Έμοιαζε με απόκοσμο πλάσμα με την άλω του από βρύα και υπέροχη μούχλα. Τα ρούχα του φαγωμένα, αιώνιος περιπατητής και σηματωρός των ανθρώπων. Αναβιβάστηκα σε μια μορφή έκστασης, αυτός ο Χριστός δεν υπήρχε πουθενά τόσο ωραίος, σε κανένα γνωστό έργο τέχνης, σε καμμιά παράγραφο λογοτέχνη σε κανένα ποίημα. Υπήρχαν στην ίδια μικρή έκταση δυο τρεις μικροί τάφοι γοτθικού τύπου, όμοιοι μ’ αυτούς που βλέπουμε στα θρίλερ να γεννοβολάνε ζόμπι και λοιπά απέθαντα πλάσματα. Ήταν κι ένας άλλος πανέμορφος κι αυτός, είχε ένα εσταυρωμένο για διάκοσμο. Σαν παλιωμένος, ηλικίας θαρρείς αιώνων. Τί κάνει η φύση στις ερημιές, πώς αφήνει ο χρόνος την πατίνα του, σαν έργο τέχνης πάνω σε έργο τέχνης. Στην πρώτη μου αυτή βόλτα στο καθολικό νεκροταφείο πήγα και στο παλιό ορθόδοξο, το πιο μεγάλο νεκροταφείο της Κω, το ωραιότερο μέρος στον κόσμο. Εντομοβριθές, πολύχρωμο, πνιγμένο στα άνθη, αληθινά και ψεύτικα, αγάλματα, ουρανομήκεις σταυροί και άγγελοι που αγκαλιάζονταν φαντασμαγορικά από πεύκα και κυπαρίσσια. Σ’ ένα σημείο μια γυναίκα, κρατώντας μια σκούπα στο χέρι της, με κοπετούς ανακαλούσε τον αδερφό της, την αίσθηση της παρουσίας του. Οι τάφοι με τα εγχάρακτα ονόματα των νεκρών τους είναι η πιο σοβαρή ιστορία του νησιού μου. Ουκ ολίγες φορές ακατάγραπτη. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία