ξόρκια.
Κατάκοπος μέσα στην γκρίζα πόλη, έφτασα σ’
ένα τσιγγάνικο σπίτι που έμοιαζε και λίγο με καλύβα σαμάνου στη Μογγολία. Ένα
εξωτικό πουλί πάνω σ’ ένα πεθαμένο δέντρο. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού μου είπε
πως όλα αυτά τα πολύχρωμα -σαν μεγάλα μπρελόκ- δημιουργήματα ήταν «σκόρδα»,
εννοώντας προφανώς πως είχαν τη αποτροπαϊκή δύναμη να διώχνουν μακριά τα μάγια
και τα κακοποιά πνεύματα. Ξεκουράστηκε το βλέμμα του αποσταμένου φωτογράφου
πάνω στην περίτεχνα φτιαγμένη ομορφιά. Θα ήθελα τόσο πολύ να γνωρίσω την
τσιγγάνικη κουλτούρα. Ίσως αργότερα. Και δεν εννοώ μέσα από βιβλία, αλλά
βιωματικά. Οι τσιγγάνες είναι πολύ όμορφες. Μ’ όλα αυτά που φοράνε, τα φλουριά
τους, τα κουδουνάκια τους, τις όμορφες κοτσίδες τους μοιάζουν με ονειροπαγίδες.
Τώρα που ξαναβλέπω αυτή τη φωτογραφία ό,τι υπάρχει σε μορφή κόμπων και σχοινιών μου
θυμίζει θηλιά για κρέμασμα. Είμαι πρωτεϊκός στη γραφή μου. Τόσο πολύ όσο ποτέ
δεν θα δώσω μια στέρεα ερμηνεία αυτού του κόσμου. Μ’ αρέσει να αλλάζω τον κόσμο συνέχεια μέχρι του σημείου
της εμφάνισης αντινομιών. Αλλά στο βάθος τελικά μήπως το να έχεις μια ερμηνεία
και αφορισμούς και τα συναφή δεν είναι η απευκταία εκείνη αποκρυστάλλωση της
καλλιτεχνικής ματιάς σε κανόνα απαράβατο; Ποτέ κανένας μεσσιανισμός. Τα περιγράμματα αυτών που φωτογραφίζω
εξηγούνται σαν να είναι ανεπαίσθητα και καθόλου αδρά.