κοιμούνται και οι ξένοι του καπιταλισμού.
οι ωραίες κοιμώμενες του Φώτη Θαλασσινού. Παραδομένες στο ανοιξιάτικο ηλιόφως, το πρώτο αποκάρωμα του προελαύνοντος καλοκαιρού. Μέσα στη φαινομενική τους δυστυχία, κανείς δεν ξέρει για τη μυστική ζωή των φωτογραφισμένων μου γυναικών, μοιάζουν μακάριες την ώρα που κινούνται. Μια φορά στο δρόμο είχα πει σε μια γυναίκα της ηλικίας μου που μου εξομολογήθηκε ότι έχει σκλήρυνση κατά πλάκας, «η ζωή πάντα κάτι σου δίνει κάτι σου παίρνει, έτσι μόνο παιδαγωγεί». Αλλοίμονο αν δεν ήμουν αλληλέγγυος με τις κοιμώμενες μου. Κάθε μέρα τις βλέπω και προσεύχομαι γι’ αυτές. Οι ύπνοι τους είναι μεγαλειώδεις, σαν ένας μικρός θάνατος, ανακούφιση, λησμονιά, όνειρο, ελπίδα. Μια γριά δίπλα στην πιο νεαρή απ’ αυτές τις κοιμώμενες, που δεν την ήξερε καθόλου, είπε στην παρέα της με συνταξιούχους άντρες, «αφού μπλέκουν με ναρκωτικά ας πεθαίνουν». Πόση βαρβαρότητα θεέ μου ν’ αντέξω και γιατί όλα αυτά τα εγκλήματα να μ’ ακολουθούν κατά πόδας; Οι κοιμώμενες μου σμιλεμένες απ’ τη δική μου σμίλη ή μπορεί και του Μποτερό η μια περίπτωση και η άλλη κάποιου προραφαηλίτη ζωγράφου, το ανεπίδοτο φιλί του πρίγκιπα που θα τις ξυπνήσει ξέρουν πως δεν θα τους δοθεί ποτέ. Ας μην γελιόμαστε, πάνε οι εποχές που φιλούσαμε κοιμώμενες και γινόμασταν σταυραδέρφια