κόκκινος κύριος.

Ένα σταχτοδοχείο αδειανό και μόνο του μακριά από εκεί που καθόμουν. Βυθισμένος πάντα στην αναψηλάφηση της κατάρας που  εκ γενετής με βαραίνει είχα ξεχάσει το ελάχιστο νηπενθές μου: το κάπνισμα. Έβγαλα την φωτογραφία του σταχτοδοχείου πριν το τραβήξω προς τα δάχτυλα μου που είχαν πιάσει δήθεν μου τάχα μου κομψά το πρώτο μου τσιγάρο. Αριστοκράτης σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Όταν είδα την φωτογραφία στον υπολογιστή θυμήθηκα και τον κύριο με το κόκκινο παντελόνι. Περνούσαν εκείνη την ώρα μπροστά μου, ποτάμι ανεπίστρεπτης ροής, διάφοροι άνθρωποι.  Και αυτός με το κόκκινο παντελόνι σαν να τους ήλεγχε όλους. Σαν να είχε συνοδούς και τα λοιπά. Είχε μια υποβλητική θωριά. Το εθισμένο στη νικοτίνη βλέμμα μου δεν στάθηκε για πολλή ώρα πάνω του. Μόνο έδωσε εντολή στο χέρι μου να ανάψει το πισσαρισμένο τσιγάρο. Αυτό ήταν ακόμη πιο ιερό απ’ τον σεβάσμιο γέροντα της φευγαλέας μου ανάμνησής του. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία