μητέρα.
Σ ' αυτή τη φωτογραφία αυτού του άλμπουμ ταιριάζει απόλυτα
κάτι που έγραψε ο Λωτρεαμόν, «Κάθε νύχτα, την ώρα που ο ύπνος βρίσκεται στη
μεγαλύτερη έντασή του, μια γριά αράχνη απ’ το μεγάλο είδος, βγάζει το κεφάλι
της αργά από μια τρύπα στο πάτωμα, σε μια από τις κόγχες που σχηματίζουν οι
γωνίες του δωματίου, και στήνει τ’ αυτί της μήπως κανένας θόρυβος χτυπάει ακόμη
τις μασέλες του στην ατμόσφαιρα. Όταν πια βεβαιωθεί πως ολόγυρα βασιλεύει
ησυχία, βγάζει το ένα μετά το άλλο απ’ τα βάθη της φωλιάς της, χωρίς να χρειάζεται
άλλο να σκεφθεί, το ένα μετά το άλλο τα μέρη του σώματός της και προχωρεί με
υπολογισμένα βήματα προς το κρεβάτι μου. Και το αξιοπρόσεκτο είναι πως εγώ που
ξαποστέλνω τον ύπνο και τους εφιάλτες, παραλύω ολόκληρος, καθώς τη νιώθω να σκαρφαλώνει στα εβένινα πόδια του
ατλαζένιου κρεβατιού μου. Μου σφίγγει το λαρύγγι με τ’ αραχνόποδά της και μου
βυζαίνει το αίμα με την κοιλιά της. Αυτό μου κάνει! Πόσα λίτρα δεν έχει πιει,
απ’ αυτό πορφυρόχρωμο υγρό που τ’ όνομα του ξέρετε όλοι, από τότε
που έβαλε σ’ εφαρμογή αυτό το τέχνασμα, και που ο λόγος θα πρέπει να είναι
σοβαρότερος». Εγώ θα άφηνα την αράχνη μέχρι την τελική αφαίμαξη μου και τον
συνεπακόλουθο θάνατο μου. Δεν υπάρχει κάτι να με κρατάει σ’ αυτή τη ζωή. Παρά
μόνο η ελπίδα πως ένα βράδυ, αυτή η αράχνη, μαινόμενη από πρωτόγνωρη πείνα θα
με στραγγίσει όλον. Και την τελευταία
επιθανάτια σταγόνα θα την αφιερώσω σε όλους εσάς που διαβάζετε τα κείμενα μου
με ευχαρίστηση. Γιατί σας αγαπάμε. Και η αράχνη μου και εγώ. (Έχω αναρτήσει και
συνοδευτική δωρεάν φωτογραφία από το συγκεκριμένο κομμάτι του Λωτρεαμόν
εικονογραφημένο.)