Άνθρωποι στο καφκικό σύμπαν της Δίκης.
Βλέπω αυτόν τον γέροντα συνέχεια να περπατάει. Θέλει να φτάσει κάπου που ποτέ κανείς δεν φτάνει. Οι κάτοικοι του προορισμού του γεννήθηκαν εκεί και κατασκεύασαν την Αθήνα ώστε κανείς να μην τους πλησιάζει παρά μόνο αυτοί να πλησιάζουν την Αθήνα του γέροντα. Εκεί που βρίσκονται οι πρωτομάστορες είναι σαν τον Όλυμπο. Διαφεντεύουν τη ζωή μας. Στέλνουν συνέχεια σατανάδες για να ρημάξουν τη σκέψη μας. Ο περιπλανώμενος μου δεν θα βρει αυτό που ψάχνει, την αρχή των κακών στη ζωή του. Είναι πολλά τα χρόνια που πεζοπορεί και οι δρόμοι που έχει αφήσει απάτητους πολλοί. Σχεδόν τον βλέπω να γερνάει από μέρα σε μέρα, ο κάματος ρυτιδώνει το πρόσωπο του σε σκληρή όψη. Θέλει να φτάσει στην δυστοπία και να εκριζώσει την κοινωνία και τους θεσμούς που την αποτελούν. Με την κουκούλα του, με το άγριο πρόσωπο του Καζαντζάκη, λιπόσαρκος, είναι σχεδόν υπέροχα φοβερός. Απ’ τους λίγους ανάμεσα μας που δεν λύγισαν απ’ τις δυνάμεις που νέμονται τα δικαιώματα μας. Με το «εντός πολύ» τους (των δυνατών) να συντρίβεται κάτω απ’ το δικό μας «εκτός πολύ». Ανηθικότητα, κρατικοδίαιτος, καταπίεση μας, ασφυκτική εξόντωση μας. Ο γέροντας ξέρει και δεν ξέρει πως αυτή η δυστοπία δεν είναι παρά μια αόρατη πόλη κατοικημένη από βαμπιρικές σκεπτομορφές. Αυτό το «εκτός πολύ» είναι που τον κρατάει κι ας ψυχορραγεί σε παρατεταμένο τέμπο. Live simply so other people can simply live.