Στην πολίχνη του Πύργου.

Αυτοί οι άστεγοι υπήρχαν εκεί για να με διώχνουν. Τους έβγαλα μια φωτογραφία γιατί μου άρεσε το ανάερο των κινήσεων τους. Έκαναν χειρονομίες σαν από την άνωση των αέρηδων σχηματισμένες. Η διωκτική φωνή τους συνέτριβε το μέσα μου, είμαι ακραία ευαίσθητος άνθρωπος. Αν κάποιος υψώσει τον τόνο της φωνής του, είναι σαν να ακούω κέλευσμα από  αξιωματικούς του στρατού. Ο άνθρωπος που προστάζει με αγριότητα, με έχει ήδη κατατρομάξει. Το μόνο που ήθελα απ’ τους αστέγους ήταν να με αφήσουν να φτάσω και φωτογραφίσω τον πύργο που ήταν εκεί δίπλα τους. Κάθε μέρα, σε κάθε βόλτα για φωτογράφιση, ήταν συναγμένοι εκεί, λες και ο πύργος ήταν έδαφος δικό τους. Είναι πολλοί τέτοιοι άνθρωποι που καταλαμβάνουν αστικούς δημόσιους  χώρους  και τους θεωρούν ιδιωτικό τους  κομμάτι αποκτημένο λες από χρησικτησία. Το πάρκο της πλατείας Δαβάκη δεν ανήκει πια σε όλους. Κάτι ομάδες ανθρώπων το λυμαίνονται. Ας είναι, κατατρεγμένοι έτσι που μου φαίνονται, να έχουν κι αυτοί ένα δικό τους απάγκιο. Μια μέρα υπήρχε μόνο ένας απ’ τους αστέγους και μου φάνηκε προσηνής. Τον πλησίασα, τον καλημέρισα, δεν μου απάντησε αλλά εξακολουθούσε να είναι γλυκός, και επιτέλους έφτασα στον πύργο και τον φωτογράφισα. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία