Το έργο του Κάφκα γεμάτο σκάλες.
Εντόπισα και φωτογράφισα σε τέσσερεις
ξεχωριστές φωτογραφίες ισάριθμες σκάλες. Οι σκάλες για τους ετερώνυμους του
Κάφκα στα μυθιστορήματα του είναι αυτό που σου υπενθυμίζει ενοχλητικά πως
ιεραρχικά υπάρχουν άνθρωποι και δομές, θεσμοί και υλικά που βρίσκονται
«ψηλότερα» από ‘σένα. Η πρώτη σκάλα, μονότονη και συνηθισμένη, συνάμα σκοτεινή
σαν στοιχειωμένη, δεξιά και αριστερά της τοίχοι για να στηρίζεσαι σ’ αυτούς
κατά την άνοδο. Ποιος ξέρει που να οδηγεί; Η περιοχή ήταν αδιάβατη για δοκιμές.
Σίγουρα θα χανόμουν σε σκοτάδια και ψηλαφητά θα περιεργαζόμουν όσα θα μου εμφυσούσαν τρόμο με την αδυναμία
μου να τα αναγνωρίσω. Είναι κι αυτό μια εξουσία. Το άγνωρο του ερέβους μπροστά
στο αναγνωρίσιμο του κόσμου της ημέρας. Δεν χρειάζονται και πολλά για να
κατανοήσει ο άνθρωπος την ανημποριά του και τους άπειρους χώρους μέσα στους
οποίους αυτή εκδηλώνεται. Η δεύτερη
σκάλα που φωτογράφισα ήταν τελείως κακοφτιαγμένη, σ’ έναν κυκλοφοριακό κόμβο
της Αθήνας, την έβλεπα σκεπτικός, χαμένος ολότελα στο καφκικό σύμπαν. Ποιοί περπατούσαν στους από
πάνω μου δρόμους; Ποιοι οδηγούσαν; ποιοί είχαν το προνόμιο να είναι οδηγοί;
Περιττές πολυτέλειες και αν δεν τις έχεις, αγωνιάς να τις αποκτήσεις. Μια
φαινομενική ατολμία έχει και τα καλά της, σε κρατά ολιγαρκή και ήρεμο. Να
συγκεντρώνεις όλες σου τις δυνάμεις για να κάνεις ό,τι ξέρεις καλύτερα.
Αποψιλώνεις τα πάντα απ’ την περιπλοκότητα του βίου σου. Δεν θέλεις την
τροχήλατη τεχνολογία για να σε πηγαίνει, το περπάτημα είναι μια γλυκιά υπόσχεση
για να μάθεις να παρατηρείς τα ανείδωτα για τους τυφλούς των ανέσεων. Γράφει ο
Κάφκα στη Δίκη, «Ο Κ. (Γιόζεφ) στράφηκε προς την σκάλα για να πάει στην αίθουσα
των ανακρίσεων, αλλά σταμάτησε πάλι, επειδή εκτός από τούτη τη σκάλα είδε στην
αυλή τρεις σκάλες κι επιπλέον ένας μικρός διάδρομος στην άκρη της αυλής
φαινόταν να οδηγεί σε μια δεύτερη αυλή. Εκνευρίστηκε που δεν του καθόρισαν με
περισσότερη ακρίβεια τη θέση του γραφείου, ο τρόπος με τον οποίο τον
μεταχειρίζονταν έδειχνε βέβαια αλλόκοτη αμέλεια ή αδιαφορία είχε σκοπό να το
αποδείξει αυτό καθαρά και ξάστερα». Η τρίτη σκάλα έμοιαζε με τέχνη του
παραλόγου. Απ’ αυτές που κοιτάς εμβρόντητος και ψάχνεις να συμπληρώσεις την
ανύπαρκτη αρμονία. Όλα τα τοπόσημα στις συνοικίες των ανθρώπων είναι πια με
μυητικά περιγράμματα που εγκλωβίζουν το βλέμμα, σκοπεύοντας να φτάσουν μέχρι τη
δήωση της ψυχής και την αποδυνάμωση της. Η τέταρτη σκάλα είχε για εξουσία της
την παράξενη ισορροπία της, έμοιαζε να την κρατά από την κατακρήμνιση στους
νόμους της βαρύτητας κάποια καλή θέληση μια ανώτερης απ’ την ανθρώπινη
βούλησης. Τώρα πια ξέρω πως η πραγματικότητα μας υπάρχει σαν εμπόδιο για να
ζήσουμε ελεύθεροι.