τα πόδια μου.
.jpg)
Ήμουν κουρασμένος και καθισμένος σ’ ένα
παγκάκι, αλλεπάλληλες κρίσεις πανικού έμοιαζαν να συντομεύουν το θάνατο μου.
Σκεφτόμουν πως γεμίσαμε βιαστές. Βιαστές πλούσιους, βιαστές φτωχούς, βιαστές
όλων των επαγγελμάτων και όλων των παρασιτικών τρόπων για να ζήσεις. Βιαστές
ανώνυμους και επώνυμους. Μορφωμένους και αμόρφωτους. Καλλιτέχνες, σκηνοθέτες,
τραγουδιστές, ιεράρχες. Μια αχτίδα σκότους διογκώθηκε μπροστά μου σε φυσικό
χρώμα της πόλης. Από εκείνη την ημέρα η Αθήνα συσκοτισμένη έμοιαζε να την
κοιτάς μέσα από κατάστικτο με βρωμιές και θολωμένο τζάμι. Δεν υπάρχει ελπίδα.