δρομέας

Το σκηνικό της Αθήνας είναι κατά τόπους μεταβιομηχανικό. Μάλλον σε αδιευκρίνιστο χρόνο προηγήθηκε μια ολική καταστροφή και άρον άρον ανεγέρθηκαν αυτά τα ογκώδη τσιμεντένια και ατσάλινα -σαν παραπήγματα στην όψη-  οικοδομικά εξαμβλώματα.  Παρακμή για ‘μένα είναι τα ένστικτα να ορίζουν και τους τροπισμούς των δράσεων κα των σκέψεων μας. Τίποτα ξεκάθαρο δεν γράφεται έτσι, τίποτα απ’ αυτά που βιώνει κανείς δεν είναι σύμφωνα με τα λόγια ή τα γραπτά του. Η μυθική μου Αθήνα έχει σίγουρα μια  περιοχή ευερέθιστων ενστίκτων. Εκεί, σ’ αυτή την αχαρτογράφητη δυστοπία επισυμβαίνουν πράγματα πέρα από τις δυνατότητες κάθε φαντασίας να τα διανοηθεί. Ερημιές στις οποίες παλεύουν μεταξύ τους οι άνθρωποι για λίγη πολυτέλεια παραπάνω και λίγη καύλα ακόμη. Παράξενες συναλλαγές, ναρκωτικά, τεχνολογία παρακολούθησης και εκδικητική πορνογραφία. Όργια κάποιων ευάριθμων ελίτ, παιδεραστία και ανεξιχνίαστοι ύποπτοι θάνατοι. Μόνο οι τιμωροί μου προσπαθούν να διασαλεύσουν  αυτή την άναρχη τάξη, να δώσουν μορφή στο χάος για να στιγματιστούν όλοι οι εχθροί τους. Να διαχωριστούν οι  θύτες απ’ τα θύματα.  Ο τιμωρός μου, αυτός που φωτογράφισα, ήταν σαν καταδρομέας και διέσχιζε την παρακμασμένη πόλη με αεροδυναμικό βηματισμό και ανάλογη  θέση στον κορμό του σώματος του. Σφαίρα. Πανέμορφος και μ’ ένα βλέμμα που αρκούσε για να συντρίψει τους ανασφαλείς εκ γενετής επιτιθέμενους. Ζούσε στην μάτριξ Αθήνα, πληροφοριοδότης για την συλλογική ισορροπία ανάμεσα στην εγκληματικότητα και την ασφάλεια. Τα μάτια του πράσινα και γατίσια. Είχαν μέσα τους λουσιφεράση και έλαμπαν κατά τον τρόπο που λάμπουν τα ζώα στα οποία εντοπίζεται το φαινόμενο της βιοφωταύγειας.   

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία