επικονίαση.
Το κάνω συχνά. Παίρνω ομορφιά από ένα σημείο και την μετατοπίζω λίγο
πιο πέρα για να την πολλαπλασιάσω. Είχα βρει ένα κομμάτι από ξύλο σε σχήμα
καφασωτού και το συναρμολόγησα μαζί με κάτι άλλα ξύλα που βρήκα έξω απ’ το
Χαροκόπειο πανεπιστήμιο και έφτιαξα μνημείο στην Μελαγχολία του Φθινοπώρου.
Χθες πέρασα απ’ το σημείο και το μνημείο ήταν στην θέση του ακέραιο. Είμαι μια
μέλισσα επικονιαστής, παίρνω την γύρη απ’ το ένα λουλούδι και την πάω αλλού για
να γίνουν κι άλλα λουλούδια. Πολλαπλασιαστές
οι άνθρωποι που μεγεθύνουν μια υπόρρητη ομορφιά σε εξόφθαλμη. Στάθηκα σ’ αυτόν τον τσόχινο πίνακα της
φωτογραφίας κι απελευθέρωσα απ’ την πράσινη επιφάνειά του μια πλαστική
πεταλούδα. Την πήρα συντροφιά μου και την προσάρμοσα -σαν να σφράγιζα- σ’ έναν
κορμό δέντρου λες και αυτή ήταν η εντελέχεια της: μια καινούργια συνύπαρξη.