σφαίρες.
Έρανε με χρωματιστές
μικροσκοπικές σφαίρες το τσιμέντο. Για να περάσει και να περπατήσει πάνω
τους η γυναίκα που θα παντρευόταν. Την
περίμενε στο πλατύσκαλο της εκκλησίας να την υποδεχτεί. Όταν έφτασε έμοιαζε με
κατάλευκη νυφική υπόσχεση. Και περπάτησε πάνω στην πολύχρωμη πλαστική τρούφα.
Και ήταν σαν μια ποπ νεράιδα. Σαν ένα παιχνίδι παιδικό. Που παίζουν τα παιδιά και φτιάχνουν ένα
ολόκληρο κόσμο από πλαστικό και σύρματα και ξυλομπογιές. Γι’ αυτόν τον άντρα εκείνη την ώρα οι
πλαστικές σφαίρες ήταν τα πιο σπάνια αν
άνθη του κόσμου ή και οι πιο σπάνιοι πολύτιμοι λίθοι. Γιατί ό,τι δεν είχε σε
πλούτη αυτός ο άντρας το είχε η πόλη και το δινε με τα φτωχά της δώρα.