ενθύμιο θαλάσσης.
Πρώτη φορά είδα στην ενδοχώρα της Καλλιθέας ένα ενθύμιο θαλάσσης. Κάτι που έμοιαζε με
νησί, με φουρτούνα κι αλάτι κι αναπολούσα θύμησες από τότε που ζούσα δίπλα στην
θάλασσα. Μην φανταστείτε ήρεμα πράγματα και μπονάτσα και αλισάχνη και ήλιους
καλοκαιρινούς. Καθισμένος σ’ ένα απόμερο
παγκάκι, να φτάνει το κύμα στα πόδια μου, να αντικρίζω την Άννα σε παρακείμενα βράχια
να προσεύχεται. Και ύστερα ν’ αποσύρω το βλέμμα
μου απ’ την οργισμένη μορφή της,
ανάγλυφο της αυτοκτονικής της θέλησης, και να βουτάω στον σάλο,
μανιασμένος μ’ εκείνο το στίχο του Σολωμού γραμμένο κατάστηθα με τα νύχια του
ποιητή πάνω μου: «τα σπλάχνα μου κ’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.»