Το πτώμα του Λωτρεαμόν.

Άφτιαστο κι αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω…Τον βρήκα πτώμα  ολόλευκο μέσα στην τεχνητή λίμνη ενός σιντριβανιού σβηστού. Τον έκλαιγαν τα βατράχια και τα καβούρια και ό,τι είχαν αφήσει από ζωή τα παιδιά σ’ αυτή την κατασκευή. Ήταν ο Λωτρεαμόν. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ήμουν στην Καλλιθέα, στην οδό Σιβιτανίδου,  πηγαίνοντας προς τον φερώνυμο σταθμό ΗΣΑΠ, το δεξιά σιντριβάνι.  Και σκέφτηκα πρώτα τον Περικλή Γιαννόπουλο που ακόμη το φάντασμά του ταξιδεύει προς την οικία της Σοφίας Λασκαρίδου. Αλλά αυτόν τον ανθοστόλισαν δυο άγνωστες γυναίκες. Και ο ύπτιος νεκρός μου είχε μόνο μαρμαρυγή εκ του γαλακτώδους του  δέρματος. Ήταν γυμνότερος κι από   νεογέννητο βρέφος. Και δεν επόθησα ποτέ στην ζωή μου και ανάμεσα στους ζώντες μου κανέναν περισσότερο απ’ αυτόν τον τεθνεώτα μου και  πρώτο και παντοτινό μου έρωτα. Τον είλκυσα προς το μέρος μου και του έβαλα στο αυτί πρώτο άνθος μια πασιφλόρα. Κι έπειτα ερανίστηκα άνθη απ’ τα καλύτερα. Τα πέταξα πάνω στο πτώμα του που  προσεκτικά έβαλα στα νερά του Ιλισού και τον άφησα με την ομορφιά του να γλιστράει στα νερά μέχρι την θάλασσα. Χαιρετώ σε γέρο Ωκεανέ, ψέλλισε το πτώμα και χάθηκε εντός του. Κ’ ύστερα άναψα ένα κερί στην μνήμη του και έφτιαξα έναν θρόνο για να ξεκουράζεται το πνεύμα μου. Μέσα στο πάρκο της πλατείας Δαβάκη. Κι εκεί θα τον συναντώ νοερά κάθε φορά που θα πηγαίνω. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία