Bathory.
Την βρήκα κάτω στην λεωφόρο Συγγρού. Ημίγυμνη, ξεμαλλιασμένη σαν
κατειλημμένη από σατανάδες. Την πήρα στα χέρια μου. Την κοίταξα καλά. Γκόθικ με
τις γνωστές ζαρτιέρες. Παράξενο σύμβολο. Αναθυμήθηκα την κόμισσα Elizabeth Bathory που έπαιρνε τα λουτρά της μέσα
σε αίμα παρθένων γυναικών που προηγουμένως τις είχε ξεκοιλιάσει. Βαμπιρέλα με τους κυνόδοντες της προτεταμένους προς τα έξω. Τρομακτική
λάτρισσα της αιμοποσίας. Αλλά ένα παιχνίδι ασυνόδευτο. Την έπιασα χεράκι χεράκι
και περπατήσαμε μαζί ανάμεσα στο πλήθος. Πίστευα πως ο κόσμος θα σκιαζόταν μ’
αυτό το γκομενάκι μου. Κανείς δεν με
πρόσεξε. Είμαι μάλλον κι εγώ αόρατος σαν
την Αόρατη Καλλιθέα μου. Κι αυτό είναι χάρισμα για την δουλειά που έχω
αναλάβει. Έψαχνα να βρω ένα μέρος εντελέχεια για αυτή την νεκρή νύφη μου, αχ
βρε Τιμ Μπάρτον τί μου έχεις κάνει. Ένα μέρος που η στοιχειωμένη μου νύφη να
φαίνεται ακόμη πιο στοιχειωμένη. Και βρήκα. Τί άλλο, από τον σκοτεινό ναό των Αγίων Πάντων στην
Θησέως. Την παλούκωσα πάνω σ’ έναν σταυρό και όπως κοίταζα αριστερά μου ένας
μπαμπόγερος σταυροκοπιόταν που με έβλεπε. Σατανιστής, θα μονολογούσε μες στην
σκέψη του.