το βλέμμα της γάτας.
Τα μάτια απ’ τις γάτες και τα σκυλάκια που
μας κοιτάζουν περίεργα πίσω από κουρτίνες σε διαμερίσματα τα οποία προσπερνάμε
στις πεζοπορίες μας. Καμιά φορά μια
αιωνόβια γυναίκα ακίνητη και βουβή σαν
ήρεμη θάλασσα στο μπαλκόνι της στον πρώτο όροφο. Με κοιτάζει σαν να είμαι
διαμπερής. Γι’ αυτήν είμαι παράθυρο που
με διασχίζει με το βλέμμα της. Αυτή
πηγαίνει προς τους άγνωρους ορίζοντες του κενού. Του τίποτα. Όλα γι’ αυτήν
είναι διάτρητα. Λιμάνια άμεσης αναχώρησης απ’ αυτά. Σταματά για λίγο πάνω μου.
Κλάσματα του δευτερολέπτου με περιεργάζεται κι έπειτα πάλι αιώνες ενατένισης
του χαμού. Το περιστέρι στο καφέ Italus στην Θησέως που μου κάνει παρέα κάθε απόγευμα
και με την παράξενη όραση του επικεντρώνει στα ψίχουλα από πορτοκαλόπιτα του
πιάτου μου. Τσιμπολογάει και τότε μόνο με ελέγχει. Μην τυχόν και πατήσει σύνορά
μου. Το περιστέρι αναγνωρίζει τους ανθρώπους. Μάτια της Καλλιθέας που μας κοιτάζουν και δεν
ξέρουμε οι περισσότεροι ότι μας βλέπουν.