Νίκος Καββαδίας.
Ήμουν ο μόνος κάτοικος της πόλης. Ερημιά απ’ τους
εξαφανισμένους στα νησιά κατοίκους της. Και αν διασταυρωνόμουν με κάποιον, τον
κοίταζα εξονυχιστικά μήπως και ήταν απ’ τις τάξεις μου. Ίσως ονειροπόλος που
δεν χρειάζεται να μετακινηθεί γεωγραφικά για να ταξιδέψει, ίσως φτωχομπινές που
δεν έχει λεφτά να πάει κάπου να ξεκαλοκαιριάσει, ή ίσως ένας κυνηγημένος και κουρασμένος που
βρήκε στο κατακαλόκαιρο την άνεση επιτέλους να υπάρξει με την τερατώδη θωριά
του. Σ’ ένα σημείο, σ’ ένα γιαπί, ένα πρώην εμπορικό κατάστημα γεμάτο με
σπασμένα ξύλα, μπογιές και μεταλλικές επιφάνειες, είχε κοντά στην είσοδό του
ένα γλυπτό κεφάλι. Έσκυψα να το φωτογραφίσω, το πρόσωπο του γλυπτού δεν
φαινόταν, αίφνης άκουσα μια φωνή απ’ το εσωτερικό του χώρου. Εξήγησα τί έκανα
και ο νέος άντρας που εμφανίστηκε, μου
γύρισε το κεφάλι του γλυπτού, έπειτα κι απ’ τις εξηγήσεις, και ναι! ποιός θα το
περίμενε, ο ποιητής του στίχου «πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη, μου είπες σ’
αγαπώ», αναφάνηκε δυνατός. Ο Νίκος
Καββαδίας.