Έμοιαζε να ‘ναι τέναγος θανάτου.

 Έμοιαζε να ‘ναι τέναγος θανάτου. Μια μεγάλη εγκαταλελειμμένη οικοδομή στην αρχή της Θησέως.  Οι κουρασμένοι μόνο εκεί ραμφίζουν ξαποστάματα. Ο κατά κόσμον  δύσμορφος μόνο εκεί βρίσκει χώρο άπειρο όσο η έκκεντρη ομορφιά του. Ο άστεγος  εκεί στα αλλεπάλληλα άδεια δωμάτια μπορεί να κρύψει την πληγή της αστεγίας του. Και όλοι οι αδικαίωτοι νεκροί με  τις πρόσγειες ή και καθηλωμένες στην βαρύτητα της γης   ψυχές τους, εκεί συνάσσονται τα βράδια και φωνάζουν.  Πήγα πολλές φορές στον τόπο ή όταν περνάω με ταξί πάντα βλέπω προς αυτόν. Ξεκουράζω το βλέμμα μου στην  ανεξάντλητη κατανόηση τούτης της προσφιλούς μου ερημιάς. Και μια μέρα λες και θεόπνευστο, σαν άγιο πνεύμα που με δικαιώνει, πέταξε ένα περιστέρι.  Οι ερημιές είναι μόνο αγάπη για τους κρυμμένους ανθρώπους. Γιατί κι αυτές εγκαταλείφθηκαν απ’ τους ζώντες και κοσμικούς ανθρώπους. Όπως μας άφησαν κι εμάς οι δικοί μας γιατί  είμαστε ράκη. Γι’ αυτό και στην παντέρημη Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο, οι δρόμοι γεμίζουν με τρελούς και με χωλούς και με σημειωμένους.     

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία