Και πήγαινα πεζοπορίες πολύωρες μέσα στο καύμα.
Και πήγαινα πεζοπορίες πολύωρες μέσα στο καύμα. Μπροστά μου απλωνόταν η αυτοκρατορία του τσιμέντου, του ηλεκτρισμού και των μετάλλων. Σαν εκλάμψεις εμφανίζονταν οι ομορφιές της Αόρατης Καλλιθέας. Η πόλη σε αποζημιώνει για τον ιδρώτα σου ντάλα μεσημέρι στους άδειους- σαν βομβαρδισμένου τοπίου- δρόμους της. Ο ανείδωτος και άγριος ήλιος του καλοκαιριού τους έχει αφήσει άδειους από κατοίκους. Όλοι εγκλωβισμένοι δίπλα σε κλιματιστικά. Ο βράχος της Σικελίας στο γήπεδο (της Καλλιθέας) έκανε το τοπίο μετα-αποκαλυπτικό. Τα πάντα όλα έμοιαζαν να ζητάνε νερό. Ήταν ημέρα του θανάτου του Βαν Γκογκ εκείνο το απομεσήμερο, 29η Ιουλίου, και όπως τα διάσημα ηλιοτρόπιά του αγάπησαν το φως, εγώ αγάπησα τα ηλιοτρόπια του. Και όπου βλέπω αυτό το φυτό, δεν βλέπω την μαγεία του ως είναι, αλλά ως την απόδωσε εκείνος. Ένα ατελιέ ζωγράφου, στολισμένο με αυτό, στην τεχνητή εκδοχή του, κάποιος δημιουργός που αγαπάει σίγουρα τον Βαν Γκογκ και ίσως έτσι του έκανε μνημόσυνο. Ένα πανέμορφο ατελιέ κάπου μεταξύ καύματος και εγκατάλειψης.