Ελαφρώς μεθυσμένοι πηγαίναμε με το ποδήλατο, η συμμαθήτρια μου πίσω καθισμένη στην σχάρα του ποδηλάτου μου.

Ελαφρώς μεθυσμένοι πηγαίναμε με το ποδήλατο, η συμμαθήτρια μου πίσω καθισμένη στην σχάρα του ποδηλάτου μου. Ξημερώματα στην Κω και έπρεπε να την πάω σπίτι της. Τραγουδούσαμε στο δρόμο, δεν μπορώ να ανακαλέσω τώρα το τραγούδι.  Η παιδική ηλικία στην Κω κρατάει πιο πολύ. Μπορεί να πιάσει και την εφηβεία κι ακόμη και τα πρώτα χρόνια της νιότης. Σταμάτησα το οδήγημα εμβρόντητος. Ασάλευτος για κάποιες στιγμές, ενεός να βλέπω έναν θάμνο στο άλσος δίπλα στο εβραϊκό νεκροταφείο. «Τί έγινε;» μου είπε η φίλη, κατεβήκαμε και πήγα προς τον θάμνο. Για κάποιο λόγο ακουγόταν  Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, μου είχε πει γι’ αυτήν η γυναίκα μου η Μινώα. Και μέσα στον ξερό θάμνο τον σαν φυτικό νευρωνικό κρανίο θηλαστικού ζώου ή   ανθρώπου, δεκάδες λάμψεις από πυγολαμπίδες χόρευαν-  φωτορυθμικά λες σε παράξενη ντίσκο που παίζει την Σονάτα. Έμεινα εκεί μέχρι που χάθηκα κι αυτό έγινε πια ισόβια ανάμνηση. Κι έπειτα  μια άλλη φορά, τότε που στα υπόγεια του κτηρίου που  το όραμα του πατέρα μου έφτιαξε αργότερα μέγαρο, εξερευνητής βράδυ στα ερείπια μυκηναϊκών τάφων  που βρέθηκαν στον χώρο, μπλε φως απ’ την σελήνη, την κοίταξα κι εκείνη την ώρα μια κουκουβάγια μ’ έναν ζωντανό ποντικό στα πόδια της πέρασε διάτορα απ’ τον οπτικό μου ορίζοντα και χάθηκα και μέσα σ’ αυτό το πέταγμα. Τρίτη φορά στην Καλλιθέα, απόγευμα και βρήκα αυτό το τοπίο στην φωτογραφία. Και χάθηκα  και μέσα σ’ αυτό.

 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία