Οι δρόμοι διψούν για αίμα.
Οι δρόμοι διψούν για αίμα. Αυτά τα
συρμάτινα κάγκελα της φωτογραφίας σαν
τους μυτερούς κυνόδοντες κάποιου βρικόλακα μπήγονται μες στα σώματα των
ανθρώπων και μες στα συντρίμμια των μέσων μεταφοράς. Όπου υπάρχει εκκλησάκι
έχει συμβεί η αιμοποσία. Και τα λουλούδια της εικόνας μου είχαν σκεβρώσει εκεί
θαρρείς αποξηραμένα, μα στην πραγματικότητα σηπόμενα αδημονούν για το πρώτο φθινοπωρινό φύσημα να
λυτρωθούν και να γίνουν στάχτη. Θυμάμαι και δικούς μου που έφυγαν βορά στην
πίσσα. Θυμάμαι έναν Τουρτουλή, θυμάμαι τον αδερφό του Βησσαρίωνα που ήταν
μάλιστα ιππέας, τον αδερφό του Ανδρέα Δεπασκουάλ και τα δεκάδες αναθηματικά εκκλησάκια στην περιοχή
του Φάρου της Κω. Θυμάμαι και άλλα τέτοια εκκλησάκια σε δρόμους της Φυλής και
της Χασιάς που λένε πως εμφανίζονται νεράιδες στους οδηγούς, τους ξεμυαλίζουν
και αυτοί σκοτώνονται συγκεχυμένοι απ’ τις υπερκόσμιες εμφανίσεις. Και θυμάμαι κι εμείς που οδοιπόροι σε όλους τους
δρόμους, λυγίζουμε και γινόμαστε ράκη στις πεζοπορίες των χιλιομέτρων, γιατί ο
δρόμος είναι ο Σίσυφος, ο δρόμος είναι ο Τάνταλος. Πολλές φορές μες στο καύμα
των ημερών στάθηκα στην Θησέως ανήμπορος να μετακινηθώ μετεωριζόμενος μεταξύ να μείνω όρθιος ή να
κατακρημνιστώ για πάντα.