Πένθος.

Πενθούσα. Για λίγο και μέχρι να περάσει η μπάντα να πάει προς του Ψυρρή  χαμογέλασα. Ύστερα βυθίστηκα πάλι σε πένθος. Της είχα πει  παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2025 ότι είχα τάσεις αυτοκτονίας αλλά με άφησε μόνο μου για να πάει να αλλάξει τον χρόνο με τα πρωτοτόκια της. Ήμουν μόνος μου σ’ εκείνο το καφέ στο Μοναστηράκι και σκεφτόμουν αυτή την  ολοκληρωτική μου απόρριψη απ’ την μεριά της. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει τί πέρασα δίπλα της. Μόνο συγχωρώ ανθρώπους που τους ήμουν αχώρητος στο χαμηλοτάβανο και στενόχωρο μυαλό τους. Και την συγχώρησα κι αυτή. Γιατί με έβλεπε σαν τέρας. Κι όμως ήμουν ένας άγγελος. Και την ώρα που έπαιζα την ζωή μου κορώνα γράμματα εκείνη με είχε  ήδη νεκρό.  

 

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία