Ο Μήτσος ο Τόγιας και ο Δημήτρης Φραγκούλης.

Τον έβλεπα εδώ και καιρό και τον είχα φωτογραφίσει μια φορά πριν να τον γνωρίσω. Μου έκαναν εντύπωση τα ρούχα  που φορούσε. Ήταν σαν να γιόρταζε ανάμεσα στους πολλούς κατηφείς θαμώνες της πλατείας. Επιθυμούσα να του μιλήσω. Ήξερα απ’ την αρχή ότι θα είχε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα  να μου πει. Και έκανα προορισμό μου να τον γνωρίσω. Όλα τα σημεία της πλατείας είναι για μένα ένα θεωρείο. Κάθομαι οπουδήποτε και αγναντεύω την θάλασσα των ανθρώπων. Σ’ αυτόν το βλέμμα μου στεκόταν για πολλή ώρα. Νοερά του μιλούσα. Υπήρχε στην πλατεία σ’ αυτή την γνώριμη θέση του σαν ένας αγέρωχος εκκεντρικός και άνετος λάτρης της παρατήρησης και της γνωριμίας με τους περιέργους να τον  γνωρίσουν.

 

Την μέρα που έκατσα δίπλα του και πιάσαμε την κουβέντα μου είπε ιστορίες από συναναστροφές του με τον Καρούζο, τον Γιώργο Σκούρτη, τον Βασίλη Ραφαηλίδη, τον Καζαντζίδη και τον Ελύτη. Έμοιαζε μ’ ένα βιογραφικό βιβλίο με πρωταγωνιστή την  δική του ζωή και σε δεύτερους ρόλους οι ζωές άλλων πολυθρύλητων προσωπικοτήτων. Στιβαρή η στάση του στο ίδιο περίπου σημείο της πλατείας. Έμοιαζε μέσα απ’ τις αφηγήσεις του με κάποιο ξεχασμένο τοτέμ του κόσμου των δημιουργών. Ήταν  κι ο ίδιος πολυπράγμων καλλιτέχνης και η ζωή του ένα κομβικό σημείο στο οποίο διασταυρώνονται οι πιο αλλόκοτες μεταξύ τους υπάρξεις απ’ τον χώρο των τεχνών.

 

Ονομάζεται Μήτσος Τόγιας. Ή Δημητράγγελος. Ζωγράφος, ποιητής, μουσικός, ιδιοκτήτης αντικερί και δισκοπωλείου-βιβλιοπωλείου.  Μου είπε πως όταν βρίσκεται στην πλατεία Μοναστηρακίου  απολαμβάνει την απραξία των ωρών και που βέβαια μόνο απραξία δεν είναι. Πάντα σε κάποιον περαστικό μιλάει και πάντα -κι ας το απαρνιέται- νουθετεί.  Για μένα που είμαι αυτήκοος μάρτυρας εξομολογητικών  του στιγμών  για βιώματα του με άλλες εξίσου  μεγάλες μορφές από χώρους με έντονες ανησυχίες, όλα όσα μου  λέει είναι ουσιαστικά σαν ν’ απαγγέλει ένα παραληρηματικό πενταπόσταγμα της ζωής. Μια φορά πέρασε από μπροστά μας μια γυμνή τρελή, το μόνο ρούχο που φόραγε ήταν ένα ξεσκισμένο ύφασμα που είχε κεντημένο πάνω του τo γνωστό σύμβολο με την Μέδουσα του  οίκου μόδας Versace. Του άρεσε το θέαμα αυτής της μαινάδας και μίλησε για μια λυτρωτική της τρέλα. Για τον Μήτσο να βλέπεις τον κόσμο σαν κάτι που έχεις αφήσει ανεπίστρεπτα μακριά σου είναι απ’ τις πιο υψηλές κατακτήσεις. Νιώθω πως ήθελε να μου πει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταπίεση απ’ την εξοντωτικά διαρκή επιτέλεση της δήλωσής σου πως υπάρχεις.

 

Είχα μια ποιητική τυχαία συνάντηση με τον Μήτσο -πάντα στην πλατεία- ένα απόγευμα που τραγουδούσε ο καλύτερος τραγουδιστής όλων των δρόμων του κέντρου της Αθήνας , ο Δημήτρης Φραγκούλης. Καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο σιωπηλοί και άλαλοι απ’ την συγκίνηση ν’ ακούμε αυτό  τον κιθαρωδό. Ο Μήτσος μου είπε για τον Δημήτρη πως είναι απ’ τις καλύτερες φωνές της Ελλάδας. Εκεί που ερμήνευε , για που το ‘βαλες καρδιά μου μ’ ανοιχτά πανιά, ή το άλλο, κι έχεις χαθεί μαζί με τον ύπνο, μαζί με τ’ ονείρου τον πολύχρωμο κύκνο, μην ξημερώνεις ουρανέ,  σπαραξικάρδια και εκστατικά ο  Μήτσος μου πήρε τον λυγμό και μου είπε με ραγισμένη φωνή πράγματα για την ποίηση και για την δυνατότητα του ποιητή να πει τα πάντα με δυο στίχους. Για τον Μήτσο ό Δημήτρης - τον συμπεριέλαβε σε λίγα λόγια που είπε για τον Καζαντζίδη, τον Τσιτσάνη, τον Άκη Πάνου, την Χαρούλα Αλεξίου- ήταν βαθιά λαϊκή φωνή. Ο Καζαντζίδης ήταν τενόρος, και ο Άκης Πάνου ένας άνθρωπος μιας άλλης κουλτούρας. Ο Μήτσος είχε γνωρίσει τον Άκη Πάνου, θυμόταν ότι ήταν μέγας χασισοπότης και θυμήθηκε που του είχε πει πως ήθελε να μπει στην φυλακή για τον φόνο του Σωτήρη Γιαλαμά- ο δεσμός της 19χρονης κόρης του Άκη Πάνου. Είχε  γνωρίσει και τον ξεροκέφαλο Καζαντζίδη.  Όμως ήταν εκεί για τον έτερο Δημήτρη. Τον Φραγκούλη.  Λύγιζε μέσα στα τραγουδημένα απ’ τον Δημήτρη λόγια,  ίδιος με τον θεόπτη  την ώρα που σχεδόν βλέπει την μορφή του θεού του και η λυσιμελής παρουσία του  τον φέρνει μπροστά  του ( τον πιστό στον θεό του)  γονυπετή να κλαίει απ’ το αναπάντεχο σμίξιμο. Ο Μήτσος ανατρίχιαζε στην κρητική τραγουδιστική φωνή του Δημήτρη. Και δεν ήταν μόνο αυτή η χροιά η  ισοϋψής μ’ αυτήν της φωνής του Ξυλούρη ήταν και τα λόγια που σύγκορμα συμμετείχε σ’ αυτά ο Μήτσος και τα ένιωθε υπερβατικά. Εγώ συγκινούμουν   με την συγκίνηση του Μήτσου.

 

Μια μέρα που είχα στενοχωρηθεί για κάτι πολύ απλό, ο Μήτσος μου είπε να εκλογικεύω τα πράγματα, να αναστοχάζομαι  τον απολογισμό της μέρας μου μέσα απ’ το νοητικό φίλτρο της φιλοσοφίας.  Θυμάμαι εκείνη την μέρα που είχα βυθιστεί σε μια σιωπή και ακινησία προκειμένου να ακούσω εκτός απ’ τα λεγόμενα του Μήτσου και τους πιο ανεπαίσθητους τονισμούς των λέξεων, τις παύσεις, τα γελάκια και  να κοιτάζω τους βλεφαρισμούς του να συνειδητοποιώ ότι ο λόγος του δεν είναι μόνο αυτό που εκφέρεται απ’ το στόμα του αλλά είναι κι αυτό που ενορχηστρώνεται μαζί με τις εκπεφρασμένες λέξεις. Η συνοδεία του σώματος του Μήτσου είναι είναι το άλλο ήμισυ του αποφθεγματικού λόγου του. Ο λόγος του δεν είναι μόνο κουβέντες , είναι και μια ενσώματη κατάσταση.

 

Το άλλο ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος μου εξήγησε την πραγματικότητα που άβγαλτος εγώ δεν γνώριζα καθόλου. Η πραγματικότητα είναι μια πουτάνα που πρέπει να ενδώσεις σ’ αυτήν για να σου μάθει τα κόλπα της.  Αν είσαι αντιστάρ και δεν έχεις μάθει να εκπορνεύεις τα ταλέντα σου, θα μείνεις ανέγγιχτος της δόξας, αυτοί είναι οι άνθρωποι, μου είπε ο Μήτσος και ας ήξερα. Η επαλήθευση της υποψίας μου για τα πράγματα ήταν σκληρότερη απ’ την ίδια μου την υποψία. Κάνε κάτι τρελό, πέσε στην μέση του δρόμου, προσποιήσου λιποθυμία, κάλεσε δυο κάμερες και την επόμενη μέρα θα σε ξέρουν όλοι, μην έχεις ηθικές αναστολές, είπε ο Μήτσος και ένιωθα πολύ μόνος μέσα σ’ αυτό τον κόσμο που άλλα εμφανίζει στα προσκήνιά του και άλλα  λυμαίνονται τα παρασκήνιά  του. 

 

Ο Μήτσος μιλώντας για τον μεγάλο Καζαντζάκη του, μου είπε για τις διώξεις του έργου τού γνωστού συγγραφέα και του ίδιου από την εκκλησία. Μου είπε πως ο Καζαντζάκης  υπήρξε πράγματι σπουδαίος γιατί ενώ άκουγε τις κατάρες των κληρικών και ενώ ένιωσε την ανάσα του αφορισμού, κατά μερικούς ο συγγραφέας πράγματι αφορίστηκε, με αψηφισιά  συνέχισε αυτό που θα λέγαμε να φτιάχνει τον ιδανικό του άνθρωπο. Τον άνθρωπο που όταν πέφτει ξανασηκώνεται και συνεχίζει. Μου ανέφερε κι άλλους μεγάλους δημιουργούς που υπήρξαν προφήτες και οραματιστές και διώχτηκαν απ’ τις κοινωνίες και τις χώρες τους  χωρίς ποτέ να κάμπτεται το ηθικό που αναρρίπιζε μέσα τους την άσβεστη δημιουργική τους φλόγα.  Ο μεγάλος ποιητής είναι μια αξεπέραστη αρχή την οποία κανένας ανθρώπινος συμβιβασμός δεν διαπερνά , μου είπε ο Μήτσος και χάρηκα γιατί μεγάλος ποιητής και λογοτέχνης δεν υπήρξα ποτέ αλλά προσπάθησα με μια μεγάλη προσπάθεια να αντιταχθώ στους άδικους ευσεβισμούς της εποχής μου.  

 

Στο τέλος μιας κουβέντας μας γύρισε σαν τον  Τειρεσία και μου είπε για τον Απόστολο Παύλο πως δεν μίλησε στην πραγματικότητα στον Άρειο Πάγο. Οι Έλληνες ήξεραν ήδη για τον ένα θεό. Ήταν κεκτημένη γνώση των αρχαίων φιλοσόφων ότι o θεός είναι ένας και είναι  απερινόητος. Ο απόστολος Παύλος είδε τον τεράστιο βωμό με το εγχάρακτο «αγνώστω θεώ» και πήγε και έφυγε άπραγος απ’ τον Άρειο Πάγο. Κι όπως ο απόστολος Παύλος πέρασε απ’ την αγαπημένη μας πλατεία για να βρεθεί απ’ το Φάληρο στον Άρειο Πάγο έτσι κι εμείς κάθε μέρα, στην ίδια πάντα διαδρομή,  ελπίζουμε σε κάτι πιο θνητό. Στον άγνωστο άνθρωπο.  

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία