μάτια.
Μάτια ουρανομήκεις ορίζοντες.
Χανόμουν μέσα τους. Όχι μόνο γιατί είχαν ωραίο χρώμα. Πιο πολύ γιατί έμοιαζαν φιλεύσπλαχνα
και ευρύχωρα και με ήπια κλίματα στο πράσινο τους. Ο τύπος μου μίλησε
κατευθείαν, μια αμφίπλευρη ενσυναίσθηση αναγνωριστικού ύφους μας έδενε σαν από όμοια ψυχικά υλικά φτιαγμένους. Ήταν
απ’ αυτούς τους ανθρώπους που έχουν από μια γωνιά για όλους μέσα στην αγκαλιά
τους. Σαν να μην υπάρχει κακό γι’ αυτούς τους όμορφους αλλά μόνο καλό που έχασε
τον δρόμο του και αλλοιώθηκε σ’ αυτό που λέμε ότι είναι το κακό. Αλλά μόνο σ’
αυτούς είναι που το κακό πρόσκαιρα και
στιγμές μονάχα εξαγνίζεται.