βροχή.
Τί όμορφη που ήταν η βροχή και πόσο
την απολαύσανε οι άνθρωποι… η βροχή έμοιαζε με εξαγνισμό και μαζί παιχνίδι.
Τόσο πυκνή σαν αδιαπέραστη. Σαν υδάτινο παραπέτασμα που έκανε την βιβλιοθήκη
του Αδριανού να χάνεται πίσω απ’ αυτό και
αυτή να αχνοφαίνεται λες και ήταν οι ρωμαϊκοί της κίονες ψευδαίσθηση.
Ρώτησα τον Πολυχρόνη για να ρυθμίσω την
φωτογραφική μηχανή για να μπορέσει να πιάσει ο φακός της αυτή την αραχνοΰφαντη
δαντέλα της νεροποντής. Καθάρισε η πλατεία απ’ τα ίχνη του πόνου των επισκεπτών
της. Οι ιδρώτες και γενικά όλες οι απεκκρίσεις των
σωμάτων μας έφυγαν για να υποδεχτούν τα άλλα ίχνη μας: αυτά τα χειμωνιάτικα
που είναι πιο ανάλαφρα και πιο
ευπρόσδεκτα απ’ τις ανθρώπινες αισθήσεις. -Χουχουλιάσματα και χνώτα και κάστανα
και καπνοί από σαλέπι και ηδονικές ρουφηξιές τσιγάρων. Μετά από τρεις μήνες θέρους νοσηρών θερμοκρασιών η βροχή ήρθε απ’ την συλλογική και υποσυνείδητη δέηση
όλων μας για δροσιά. Πριν ξεκινήσει η καταιγίδα μια πανέμορφη γυναίκα μου είπε,
«it’s so
beautiful” και μείναμε εκστατικοί να προσμένουμε την
πρώτη ψιχάλα. Μόλις ήρθε η ψιχάλα, της
είπα με την σειρά μου, «it’s so beautiful, so beautiful” και
μαγευτήκαμε λες και υπήρξαμε μάρτυρες σε κοσμογονία.