Ξένος.
Είμαι Έλληνας και ζω στη Βιέννη,
εσύ; με ρώτησε. Πάντα υπάρχει κάποιος
άγνωστος που του αφηγηθήκαμε την ζωή μας σε ένα παγκάκι, σε κάποιο σκαλοπάτι,
έξω από μια εκκλησία. Εν προκειμένω στην εκκλησία της Παναγίας Παντάνασσας στο
Μοναστηράκι. Του είπα και τί δεν του είπα. Ο ξένος -ίσως και μόνο τότε- γίνεται
σπουδαίος και χώρος για να χωρέσει την αχώρητη σε οικείους μας ανθρώπους
ιστορία των βιωμάτων μας. Αυτός που είναι πάντα ξένος είναι γιατί η
συγχωρητικότητα του τον καθιστά
επιβαρυμένο από την φύση του να μας ακούσει όλους. Κι αφού ο ξένος μας έχει
γνωρίσει όλους, δεν μπορεί να μας συστηθεί. Γιατί γνωρίζει πια ότι η συνθήκη να
είσαι άνθρωπος είναι τόσο γλυκιά μα και κυρίως πικρή που καλό είναι να
αποφεύγονται οι συστάσεις. Ο για πάντα ξένος μένει ξένος και τρομαγμένος γιατί είναι ο μόνος που είδε κατάματα τα
σκοτάδια του ανθρώπου. Και ξέρει πως η δικιά του άβυσσος μπορεί να αποφευχθεί
να την κοιτάξουμε οι υπόλοιποι. Κι έτσι βγαίνει απ’ το σπίτι για πάντα ξένος με
μόνη αίσθηση την ακοή.