Σκιάχτρο.

Εγώ σ’ αγάπησα. Κουρασμένος με τα άκρα σου σκεβρωμένα  απ’ την ταλαιπωρία της  αέναης  οδοιπορίας  στην αστική  σκόνη της Αθήνας.  Να κλείνουν τα πνευμόνια σου απ’ τα τσιμέντα και τους πισσαρισμένους δρόμους. Να έχεις για ορίζοντες μόνο κάτι χθαμαλούς τοίχους από βρωμιά και ασβόλη.   Εσύ  ο  πιο μοντέρνος Σίσυφος να ζεις με την ελπίδα πως το απόκοσμο, το σαν από τερατογένεση, θα το αφομοιώσεις κάποτε. Να πεθαίνεις τελικά με την διάψευση οποιασδήποτε ευόδωσης. Αλλά ποτέ νεκρός. Να γυρνάς απ’ τα ίδια σημεία μαρτυρικά σαν κάποιο ηλιακό ρολόι στην καυτή καλοκαιριάτική πλατεία του Μοναστηρακίου. Σκυμμένος. Σε ορθώνω εδώ σε τούτη την παράγραφο για  να σε δουν υψαύχενες, κομπορρήμονες,   φλύαροι και νομοθέτες. Καμιά σεισάχθεια για εσένα. Ούτε ορατότητες ούτε να είσαι πια στα ποιήματα των καινούργιων ποιητών. Γι’ αυτό ίσως αν ζούσε ο Καβάφης και ο Βάρναλης, να σου έδιναν μιλιά. Το βλέμμα σου φέγγει ποτέ έξω από ίσκιους;  Ή κατεβασμένο βουβαίνεται στα πλακάκια κάτωθεν του;  Όσοι σε βλέπουν -μόνο αυτοί- είναι όμοιοί σου. Ας είναι. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία